Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Έβρεξε!

Κοιτούσε σα χαμένος. Ο δρόμος ήταν μούσκεμα. Πιο μούσκεμα κι από την πλάτη του, όταν –σπάνια πια- έκανε έρωτα με την Αλίκη. Δεν υπήρχε αμφιβολία: Είχε βρέξει!

«Μα, πότε», αναρωτήθηκε;

Και πώς να μην αναρωτηθεί. Χαμπάρι δεν είχε πάρει. Δούλευε απόγευμα σ’ εκείνη την εταιρία κι από τότε έχανε όλα τα απογεύματα σ’ ένα τετράγωνο τρία επί τρία. Εκεί βρισκόταν όταν ξέσπασε –κατακαλόκαιρο- η μπόρα. Εκεί κι όταν σταμάτησε η βροχή.

«Πάλι καλά που πρόλαβα βρεγμένους τους δρόμους», σκέφτηκε. «Να μην πάω στο σπίτι, εκείνη να μου μιλάει για τη βροχή κι εγώ να την κοιτώ σαν εξωγήινη»…

Η αλήθεια είναι ότι, εδώ κι έναν χρόνο, η Κάτια του φαινόταν εξωγήινη. Αυτό σκεφτόταν όπως περπατούσε προς το αυτοκίνητο. Εξωγήινη. Δηλαδή, απόμακρη. Κάτι έτη φωτός μακριά του. Ή, μήπως, ήταν εκείνος κάτι έτη φωτός μακριά της; «Εμ, βέβαια. Αυτά τα πράματα έχουν… διπλές αναγνώσεις», είπε μέσα απ’ τα δόντια του και χαμογέλασε με την εξυπνάδα του.

Είχε φτάσει στο αυτοκίνητο. «Σκατά», φώναξε, όταν το είδε! Μαύρο και γυαλιστερό, με στάλες της βροχής πάνω του, κάτω από το κίτρινο φως του δρόμου, μέσα σε μια λίμνη βροχόνερα…

Περπάτησε από τη μία πόρτα, αυτήν του οδηγού, στην άλλη, του συνοδηγού. «Σκατά», ξαναείπε! Ήταν αδύνατο να μπει μέσα χωρίς να γίνει μούσκεμα.

Άνοιξε τις πόρτες από το τηλεκοντρόλ του συναγερμού. Στεκόταν δυο βήματα μακριά, με τα παπούτσια στο χείλος της… λίμνης. Το σκέφτηκε καλά και το αποφάσισε. «Με μια δρασκελιά μέσα», είπε.

Το αμέσως επόμενο λεπτό, ήταν ξαπλωμένος μέσα στα νερά. Πώς γλίστρησε, πώς προσπάθησε να πιαστεί από τον καθρέπτη, πώς τον έσπασε, πώς βρέθηκε κάτω, να πλατσουρίζει σαν τον μπέμπη τον Αύγουστο, μυστήριο…

Μισή ώρα μετά, μούσκεμα, όπως όταν κάνει έρωτα με την Αλίκη, έφθανε στο σπίτι. Στα γρήγορα παρκάρισε, κλείδωσε, ξεκλείδωσε, μπήκε στο ασανσέρ, βγήκε από το ασανσέρ, άνοιξε την πόρτα, μπήκε στο σαλόνι.

Εκεί στον καναπέ, η Κάτια, η εξωγήινη, είχε καβαλικέψει τον Φάνη. Παρθένο στο ζώδιο κι απόλυτα γήινο τύπο. Φίλο από παλιά.

Κι η πλάτη της ήταν μούσκεμα. Όπως η δική του, όταν κάνει έρωτα με την Αλίκη…

Σχόλια

Ο χρήστης Charlie Alexandra είπε…
einai mia ora diskoli bebaia, de leo alla gia basta ena lepto. poia einai i aliki kai poia einai i katia kai giati i katia to kanei me to fani? k esi to kaneis me tin aliki pou to kanei me kapoion allo parallila otan i katia den einai diathesimi giati to kanei me to fani? geez, i think i fucked up...(ligo akomi k tha akougetai san tragoudi tou kilaidoni)
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Άρα λοιπόν: ο φίλος μας έχει επίσημη σχέση με την Κάτια. Αλλά ξενοπηδάει την Αλίκη - κι αυτή σπάνια. Η Κάτια από την άλλη, προφανώς βγάζει τα μάτια της με το Φάνη συχνά - πυκνά. Νομίζω πως η σχέση τους είναι σε τέλμα...

Πάντως θα μπορούσε να είναι ιστορία πολλών. Χμμ.. ακόμη και δική μου ;-)
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
hmmmmm... dias, exoume xefygei polyyyyyyy....
:)
Ο χρήστης diastimata είπε…
November, όπως παραδέχεσαι, όλοι έχουμε τα μυστικά μας.
Όσο για 'σένα charlie alexandra αν το συνέχιζα, σίγουρα θα γινόταν τραγουδάκι του Κηλαηδόνη, αν και προτιμώ το Ρασούλη

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ