Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μέρα σκότους

Το ‘χε ανάγκη. Και κόψιμο, όπως λέει κι η μάνα του. Έπρεπε, σώνει και καλά, να γράψει, να επικοινωνήσει. Να postάρει κάτι, βρε αδελφέ. Έστω και μια φωτογραφία.
Η μέρα δεν είχε πάει καλά. Είχε διαβάσει πως ήταν η γιορτή του φωτός. Το φως, έξω από το γραφείο του, είχε πλημμυρίσει τα πάντα: Ανθρώπους, σπίτια αυτοκίνητα. Είχε λούσει τον κόσμο όλο.
Κι εκείνος; Τι είχε δει εκείνος; Τίποτα. Νάδα. Νάθινγκ. Μαύρο σκότος. Χωμένος στη νότια γωνία ενός κτιρίου 55 χρόνων, χτυπούσε ένα πληκτρολόγιο για λογαριασμό της εταιρίας. Σύστημα τυφλό. Όπως και το δωμάτιο που δουλεύει.
Και να πει κανείς ότι δεν είχε παράθυρα; Ο αρχιτέκτων, πριν πέντε και κάτι δεκαετίες –όπως είπαμε- είχε προβλέψει. Να κάτι παραθυράρες! Και κάποιος έξυπνος είχε κρεμάσει αλουμινένιες περσίδες, έκοψε και τα κορδονάκια κι άφησε κι αυτόν και τους άλλους, μέσα στο σκοτάδι.
Έξω ο ήλιος ντάλα. Σαράντα μπόγια ψηλά (τόσα δεν είναι τα μεσημεριανά μπόγια; Τόσα πρέπει να ναι. Αφού όταν τον ξυπνούσε η γιαγιά του, καλή της ώρα, στις 9 το πρωί, έλεγε πως ο ήλιος ήταν δέκα μπόγια ψηλά. Άρα…)
Μέσα, ήλιος πουθενά. Έβλεπε απ την οθόνη της τηλεόρασης μερικούς αφιονισμένους Κέλτες να γιορτάζουν τη μέρα του φωτός στο Στόουνχεντ.
Η τηλεόραση… Παλιά, 14άρα, πάλι καλά που ήταν έγχρωμη. Το παράθυρό του στον κόσμο. Κι όσο σκεφτόταν τα τεράστια παράθυρα με τις περσίδες, τόσο ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι του.
Τελικά, είχε μείνει εντός. Και με το που τέλειωσε, ήθελε να μπει, να γράψει, να επικοινωνήσει. Να πει κάτι κι αυτός, για τη μέρα του φωτός.
Σε χρόνο ρεκόρ έφθασε στο σπίτι. Σε χρόνο ρεκόρ στήθηκε μπροστά στο κομπιούτερ. Σε χρόνο ρεκόρ πάτησε «σύνδεση». Σε χρόνο ρεκόρ βγήκε το μήνυμα: «Modem error».
Σαραντάρισε τις προσπάθειές του για σύνδεση, χωρίς αποτέλεσμα. Στις σαράντα (μέρες) ως και οι λεχώνες, βγαίνουν από το σπίτι. Στις σαράντα του (προσπάθειες) το πήρε απόφαση. Άνοιξε την τηλεόραση. Το παράθυρό του στον κόσμο. Αλλά δεν έβλεπε. Σκεφτόταν. Κι αποφάσιζε: Να πάρει μια καρέκλα, να πετάξει στις περσίδες, να σπάσει τζάμια και κουφώματα. Να βάλει βίαια στο δωμάτιο το φως.
Αύριο... Το πρώτο πράγμα που θα κάνει. Σίγουρα! Χωρίς αναβολή! Ή μήπως... Μπα... Ίσως θα ήταν καλύτερα να...

Σχόλια

Ο χρήστης Charlie Alexandra είπε…
na sikothei kai na katevasei tis persides parafta epitrepontas etsi tin elefsi tou megaloperepous ellinikou iliou.

logotexniki fleva diastimata e?

mmm most interesting....
Ο χρήστης diastimata είπε…
Καταπιεσμένη λογοτεχνικότητα εικοσιτόσων ετών... Χειρότερα κι από νταβρατισμένο έφηβο

;-)

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ