Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πρώτη μου μέρα εδώ...


Να 'χεις περάσει τα 40 και να αισθάνεσαι μαθητής. Να αισθάνεσαι ένοχος, που (αιώνιος γλύφτης) δεν έφερες μήλο για τη δασκάλα.

Τότε είχες κάποιον να σε πιάσει από το χέρι. Κι ο δρόμος που περπατούσες, ήταν πραγματικός. Τώρα, απλώνεις το χέρι σου, λίγο λοξά, λίγο προς τα πάνω και περιμένεις... Δε νοιώθεις ένα άλλο χέρι εκεί. Να πιάσει το δικό σου. Να σε οδηγήσει. Κι ο δρόμος; Ηλεκτρονικός. Γκλόμπαλ Ρόουντ στο Γκλόμπαλ Βίλατζ. Σαν ονόματα ροκ συγκροτημάτων μου ακούγονται.

Αλλά εσύ εκεί. Να δείξεις, σώνει και καλά, ότι είσαι τζόβενο. Ότι μπορείς να περπατήσεις παρέα μ' όλους αυτούς που ακούνε τον Πενηνταράκη. Χιπ χοπ χουπ. Μόνον που τα δικά σου ακούσματα είναι, θες δε θες, στο 70κάτι. Abba, α-μπα, α-χα, Μπακαρά και κάποιος Φερναντέζ, που πήρε το Ντοντ λετ μι μπι μισαντερστούντ και το ΄κανε αγνώριστο.

Γιατί η γενιά σου φίλε μου, ήταν εκεί στο χάσμα. Μια ζωή στο χάσμα. Μπήκες στο δημοτικό μετά από δυο χρόνια νηπιαγωγείο. Την ίδια χρονιά, καταργήθηκαν τα προνήπια. Μπήκες στο Γυμνάσιο με εξετάσεις. Την ίδια χρονιά, καταργήθηκαν κι αυτές. Το ίδιο στο Λύκειο. Σε εξατάξιο γυμνάσιο μπήκες, από τριτάξιο Λύκειο βγήκες. Η Αλίκη στη χώρα των Θαυμάτων. Από τη μια κουνελότρυπα στην άλλη.

Έτσι και στη μουσική. Μια γενιά πριν από μας είχε τους Πινκ Φλόιντ, τους Ντιπ Πέρπλ, τους Κουίν. Εμείς; Κι εδώ στο χάσμα. Όσο και να θέλουμε να το κρύψουμε, της γενιάς μας ήταν αυτός ο Μπόι Τζορτζ. Ούτε άντρας, ούτε γυναίκα. Κι αυτός στο χάσμα.

Λογοτεχνία; Χάσμα χασμάτων... Οι πριν από μας είχαν το Ρίτσο, τον Σεφέρη, τον Ελύτη. Εμείς; Κανέναν. Ακόμη κι οι μετά από μας είχαν τη Ζυράνα Ζατέλη, Ματέλη, ούτε κι εγώ ξέρω πως. Εκείνην που έγραψε ένα τούβλο πεντακοσίων σελίδων, με τίτλο κάτι για φως και κάτι για επανόδους.

Τι έμεινε; Το Σινεμά. Εκεί να δεις... Το Φαράγγι της Σαμαριάς. Για τέτοιο χάσμα μιλάμε. Πριν από μας το Ντόλτσε Βίτα και ο Κλέφτης Ποδηλάτων. Μετά από μας ο Αρχοντας των Δαχτυλιδιών. Κι εμείς στη μέση, να έχουμε χάσει την εποχή του Θιάσου του Αγγελόπουλου και να είμαστε αναγκασμένοι, κολημμένοι σε μια άβολη καρέκλα, στο Ριβολί, να βλέπουμε το Μεγαλέξανδρό του. Μια ώρα να έρχονται οι Ιταλοί από το βάθος, μέσα στο χιόνι και να μη λένε να φτάσουν. Το απόλυτο χάσμα. Ή, καλύτερα, το χάσμα που έγινε χασμουρητό.

Κι έρχεσαι τώρα εσύ, Δημητράκη, να θες να γεφυρώσεις τέτοιο κενό. Και να φιγουράρεις δίπλα από blogs πιτσιρικάδων και (άντε) τριαντάρηδων. Που μιλάνε για τη δική τους ζωή. Αυτήν που εσύ δεν έζησες, γιατί ήσουν μέσα στο χάσμα σου. Αχ, κατακαημένε Δημητράκη...

Αλλά εσύ εκεί. Θα το περπατήσεις το Γκλόμπαλ μονοπατάκι (Γκλόμπαλ Παθ;) ως το τέλος. Θα το πιεις το μπίτερ λίτλ γκλας. Στην υγειά σου.

Στην υγειά σας!

Σχόλια

Ο χρήστης des είπε…
μήπως τα παραλές; γιατί εγω πάω στα τριάντα και θα μπορούσα να πώ τα ίδια (καλά έμείς είχαμε και κάτι ωραία ρέιβ πάρτυ στις εξοχές..)
Ο χρήστης Charlie Alexandra είπε…
ta eipe ola o mcfly
Ο χρήστης diastimata είπε…
Είδες i-adespoti;
Εσείς είχατε και rave party. Σκέψου τώρα ότι εμείς είμασταν η αμέσως επόμενη γενιά του βερμούτ και της ρετσίνας και η προηγούμενη της Στολίσναγια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ