Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το τσιγάρο

Η ζωή του όλη, ήταν ένα τσιγάρο. Όπως εκείνο το τραγούδι που είχε γράψει ο Άκης Πάνου. Χανόταν στον καπνό του. Κι έψαχνε, ενώ το κάπνιζε, το ποτήρι πάνω στο τραπέζι. Το σήκωνε αργά, μ' έναν τρόπο -θα 'λεγες- τελετουργικό. Και ρουφούσε ως την τελευταία σταγόνα. Κι έπειτα, έκανε μια τζούρα, βαθιά, να πάει ο καπνός στα πνεμόνια, να νοιώσει το δηλητήριο και να τον φυσήξει έξω, φιλτραρισμένο με τη δική του ζωή.
Σημασία δεν έδινε στους γιατρούς που, χρόνια τώρα, επέμεναν: "Μπάρμπα Θανάση θα πεθάνεις. Αν δεν το κόψεις, θα σε πεθάνει το τσιγάρο".
Κι εκείνος, απαντούσε, πάντα σκεπτικός, πάντα με βλέμμα θολό: "Κάποιος διάολος θα με πάρει μια μέρα. Τι να ΄ναι αυτός, τι να ΄ναι ένας άλλος... Ποια η διαφορά, γιατρέ";
Δεν έλεγε να το κόψει με τίποτα. Ήταν η παρηγοριά του. Ειδικά από τότε που τον άφησε η τρυγόνα του, η κυρα-Ευθαλία κι έφυγε για τόπους άλλους, δεν είχε τι άλλο να κάνει. Καθότανε με τις ώρες στο καφενείο της γειτονιάς, τραβούσε το τσιγαράκι του και, το μόνον που άλλαζε, ήταν το περιεχόμενο του τραπεζιού: Το πρωί καφές, το μεσημεράκι ουζάκι, το απόγευμα άλλος καφές και το βράδυ, ουίσκι.
Αυτό το τελευταίο το ΄χε μάθει στην Αγγλία, όταν είχε πάει να δει το γιο του, που σπούδαζε αρχιτέκτονας και του άρεζε. Ένοιωθε λίγο λόρδος, όταν, το απόγευμα του το σέβριρε ο Ιορδάνης, στο ψηλό ποτήρι-σωλήνα. Δεν είχε χωνέψει ποτέ τα χαμηλά ποτήρια. Ούτε τα κολωνάτα...
Έτσι κι εκείνο το απόγευμα. Είχε δίπλα, στο τραπεζάκι, το ουϊσκάκι του, στα δάχτυλα του δεξιού χεριού μόνιμα το άφιλτρο και τα δυο του χέρια σταυρωμένα χαλαρά, στη λαβή απ το μπαστούνι του. Απέναντί του έπαιζε η τηλεόραση, κάποιο τηλεπαιχνίδι. Κοιτούσε χωρίς να βλέπει. Περισσότερο είχε στήσει αυτί στον Μανώλη και τον Κώστα, που έπαιζαν, με θόρυβο, τάβλι.

...συνεχίζεται...

Σχόλια

Ο χρήστης ria είπε…
καλό μήνα!

και για πότε η συνέχεια??????
Ο χρήστης Σταυρούλα είπε…
Καλό μήνα. :)
Δεν πιστεύω τα περί συνέχειας να 'ναι πρωταπριλιάτικο αστείο.
Ο χρήστης toaroma είπε…
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Ο χρήστης toaroma είπε…
Και εκεί που η αγωνία κορυφώνετε ... ξαφνικά πέφτουν διαφημίσεις και αμέσως μετά...συνεχίζεται... Έξυπνο!!! Έτσι κρατάς το ενδιαφέρον των αναγνωστών σου αμείωτο. Καλό, πολύ καλό!!!.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ