Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Να ξέρεις...(1)


Έριξε μια βιαστική ματιά στο ρολόι του. Οκτώ παρά πέντε. Βράδυ. Είχε σκοτεινιάσει -τώρα το χειμώνα σκοτείνιαζε από νωρίς.
Τις τελευταίες δύο μέρες τον τρόμαζε το σκοτάδι. Ποιον; Αυτόν που έβγαινε από το σπίτι του μεσάνυχτα! Που όταν γύριζε, όσοι τον έβλεπαν στην πόρτα του έλεγαν καλημέρα κι αυτός τους έλεγε καληνύχτα! Γιατί τέτοιος ήταν. Άνθρωπος της νύχτας. Ως εκείνη τη νύχτα...
Τη θυμάται σα να την έζησε πριν ένα λεπτό. Και πώς να μη τη θυμάται; Να πως είχαν γίνει τα πράματα:
Μόλις είχε βγει από το μπαράκι και περπατούσε προς την παραλία. Άφησε πίσω του το Λευκό Πύργο και συνέχισε στο πλακόστρωτο. Είχαν βάλει καινούργια φώτα και μπορούσες να περπατήσεις άνετα. Πέρασε το ξενοδοχείο και, στο σημείο όπου στένευε το πλακόστρωτο, παρατήρησε ότι δεν υπήρχε ψυχή. Περπατούσε μόνος του και θυμόταν την κουβέντα που είχε κάνει, λίγα λεπτά πριν, στο μπαράκι.
Ήταν εκεί η Λίζα, η άλλη (που δε θυμόταν το όνομά της), ο Κοσμάς κι ο Θεόφιλος. Του είχαν φέρει την άλλη, φίλη της Λίζας, για να τη γνωρίσει, γιατί από τότε που χώρισε τη Δήμητρα, για ένα καπρίτσιο της, είχε μείνει μόνος. Κι οι φίλοι του πίστευαν ότι είχε μείνει αρκετά μόνος.
Δεν ήταν κολημμένος με τη Δήμητρα. Αν και όλοι πίστευαν ότι θα κατέληγαν μαζί, παντρεμένοι, με παιδιά, συμπεθέρια κι όλα τα κομφόρ, εκείνος το ΄ξερε ότι, κάποια στιγμή, θα γινόταν το μπαμ. Κι έγινε. Η Δήμητρα δήλωσε ότι γνώρισε τον Χάιμι κι έφυγε, μέσα στο καταχείμωνο, για τη Φιλανδία. Για να ζήσει, έξι μήνες, στο απόλυτο σκότος. Αλλά, όλα αυτά, δεν είχαν σημασία με την κουβέντα που άνοιξαν στο μπαράκι.
Εκεί, όλοι επέμεναν ότι δεν ήθελαν να ξέρουν τη μέρα που θα πέθαιναν. Μόνον εκείνος επέμενε: "Ναι, θέλω να ξέρω. Να κάνω κάποια πράγματα βρε αδελφέ, να προλάβω... Κι όχι να πάω ανυποψίαστος"...
Έφυγε από το μπαράκι περισσότερο για να μη συνεχίσει την κουβέντα. Και το ΄ριξε στο περπάτημα, περισσότερο για να ολοκληρώσει τη σκέψη του. Κι έτσι βρέθηκε εκεί, νυχτιάτικα, μόνος του. Θα ήταν τρεις τα ξημερώματα, χειμώνας. Συνήθως, όμως, στην παραλία υπήρχαν διαβάτες, κάποιοι που έκαναν ποδήλατο, ακόμη και με βροχή, άλλοι που έτρεχαν πάνω - κάτω. Και, σίγουρα υπήρχαν σκυλιά. Αδέσποτοι μούργοι, που άλλους τους κυνηγάνε -περισσότερο για την πλάκα τους, για να αποδείξουν ότι αυτοί είναι οι άρχοντες της παραλίας- και σ άλλους πήγαιναν και τρίβονταν στα πόδια τους και τους έπαιρναν στο κατώπι -λες και περίμεναν ένα νεύμα, όλο κι όλο, για να διαβούν το κατώφλι και να γίνουν από αληταράδες, σπιτόσκυλοι. Όμως απόψε, δεν υπήρχε μήτε σκύλος, μήτε άνθρωπος.
Στάθηκε κάτω από το στύλο φωτισμού. Κοίταξε ολόγυρα κι απόρησε: "Μα κανείς", μονολόγησε;
Ένας κρότος, σα πιστολιά, ακούστηκε. Έσκυψε για να προστατευθεί και πάνω του πέσανε σπίθες. Η λάμπα είχε γίνει χίλια κομμάτια. Ο ίδιος θόρυβος ακούστηκε ξανά και ξανά και ξανά. Μία - μία, οι λάμπες έσκασαν, σπίθες πετάχτηκαν κι ύστερα σκοτάδι. Έβλεπε, μακριά, κάποια φώτα αναμένα, αλλά τα περισσότερα, μπρος και πίσω του, είχαν σβήσει μέσα σε μικρές, φωτεινές εκρήξεις.
Ανατρίχιασε. Ύστερα σκέφτηκε: "Θα έγινε καμία απότομη αλλαγή τάσης"...
Δεν πρόλαβε να αποσώσει τα λόγια του. Αυτό που άκουγε, ήταν φτερούγισμα. Λες και τον πλησίαζε κάποιος από τους γλάρους, που τέτοια ώρα, λογικά, θα είχαν βρει καταφύγιο στα κοιλώματα της προκυμαίας. Στράφηκε προς τα εκεί που ερχόταν ο θόρυβος.
Πάγωσε! Τούτο το πλάσμα μπρος του, δεν ήταν του κόσμου τούτου...

Συνεχίζεται...

H φωτογραφία με τον τίτλο Memento είναι του Vlad M και την πήρα από εδώ.

Σχόλια

Ο χρήστης Σταυρούλα είπε…
Kati kalo osmizomai kai xairomai.

Na min anaferw pws perimenoume akoma gia "kafe" kai "kakia wra", e?
Ο χρήστης ria είπε…
ελπίζω να δούμε σύντομα τη συνέχεια, τι λες σε κανένα δίωρο? γιατί η κακιά ώρα ακόμα να δούμε τι έκανε ο καινούργιος αρχηγος!
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
χμμμμ μου εξάπτετε τη φαντασία!! Ο batman αποκλείεται να εμφανιστεί ε???
Ο χρήστης aggelos-x-aggelos είπε…
Καλή αρχή και καλή συνέχεια!

Τώρα που το ξέρω θα μπαίνω μόνο μέρα να διαβάζω -έχω κάτι φοβίες τον τελευταίο καιρό :)
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ renata

Θα δείξει. Πάντως δε θα περιμένεις πολύ...

@ ria

Συντομότατα! Τώρα για το άλλο, έχω ξεχάσει ακόμη και ποιος ήταν... Θέλει να το διαβάσω κι εγώ, από την αρχή!


@ laxanaki

Μπα... Πιο εύκολο να εμφανιστεί ο Ντε Νίρο στον Δαιμονισμένο Άγγελο!

@ aggelos-x-aggelos

Ως... Άγγελος, θα έπρεπε να είσαι εξοικειωμένος με τον εχθρό!

Σύντομα το τέλος.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ