Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Στο σταθμό (2)


Πρώτος έσπασε τη σιωπή ο Θανάσης:
"Σου το είχα πει"...
Ήταν η φράση που δεν άντεχε:
"Μην αρχίζεις τα 'σου το είχα πει' και 'σου το είχα πει'. Εντάξει. Μου το είχες πει. Και";
"Τι και... Γιατί σ αρέσει να πληγώνεις τον κόσμο";
"Εγώ; Της είπα, ποτέ, το παραμικρό; Άφησα, έστω, κάποιο υπονοούμενο; Μόνη της έφτιαχνε ιστορίες".
"Ναι. Αλλά την άφηνες. Ποτέ δεν την έπιασες να της πεις "Ζωή, δε θα γίνει, ποτέ, τίποτα μεταξύ μας".
"Ναι, ρε Θανάση! Δεν της το είπα ποτέ ξεκάθαρα. Όμως, δε σκέφτεσαι ότι, ίσως, λέω ίσως, θα ήθελα, τελικά, να έχω κάτι με τη Ζωή; Ίσως θα μου άρεσε, στην τελική, να κρατήσω -κι εγώ- ένα χέρι, να περπατήσω μαζί με έναν άνθρωπο σ αυτήν την αποβάθρα"...
"Δεν είναι για ΄σένα αυτά"...
"Αυτό είναι που δε μου αρέσει, Θανάση! Το ότι δεν είναι για ΄μένα αυτά. Γιατί, μου λες; Γιατί να μην είναι και για ΄μένα αυτά";
"Δεν είναι ώρα, τώρα..."
"Ποτέ δε θα είναι ώρα. Εσείς, είστε ΟΚ. Εσύ έχεις το Σπύρο. Η Χριστίνα τη Λία..."
Μπήκε στην κουβέντα η Χριστίνα:
"Να μου κάνεις τη χάρη. Είμαστε φίλες"!
"Βρε δεν πα να ΄στε και νταλίκες! Τι με νοιάζει εμένα; Εσείς περνάτε καλά. Προχθές, που μάλωσες με τη μάνα σου, τι έκανες; Πήγες και κοιμήθηκες στης Λίας. Έκλαιγες όλο το βράδυ κι εκείνη σε πήρε αγκαλιά... Εσύ μας τα ΄λεγες"!
Η Λία γύρισε στη Χριστίνα:
"Χριστίνα"!
"Ε, τι θες; Δεν ήμουν καλά... Είπα ότι ήρθα σε ΄σένα. Τι φταίω εγώ αν αυτός είναι πορνόμυαλος";
Ο Σπύρος, που δεν είχε μιλήσει ως τότε, του έπιασε το χέρι:
"Άκου... Δεν είναι έτσι. Ναι, έχω τον Θανάση. Να τον κάνω τι; Ακόμη κι όταν θα ζούμε στο ίδιο σπίτι, μακάρι στην Αθήνα, αν όχι κάπου αλλού, θα υπάρχουν οι γείτονες. Δε θα μπορέσω ποτέ, να περάσω το χέρι μου πάνω από τον ώμο του στο σινεμά. Αυτήν την απλή κίνηση, δε θα την κάνω ποτέ. Καθένας ανηφορίζει τον δικό του Γολγοθά..."
"Ναι, αλλά..."
"...το ξέρω. Ο δικός σου, είναι πιο δύσκολος. Δεν έχεις βρει, ακόμη, κάποιον να σηκώσει το σταυρό σου ως την κορυφή. Και είσαι αναγκασμένος, ακόμη κι αν προσφερθεί κάποιος, να συνεχίσεις μόνος σου. Η Ζωή όμως, αυτό δεν το ξέρει. Και πρέπει να της το πεις"...
Στράφηκε στις σκάλες. Σε δυο λεπτά ήταν έξω από το σταθμό κι έψαχνε τη Ζωή. Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Η πόλη, τεράστια, τον κατάπινε. Τη νύχτα κινούνταν πιο εύκολα. Τώρα, το πλήθος που, σιγά-σιγά, έβγαινε από το καβούκι του και ξεχύνονταν σε δρόμους και πλατείες, τον μπέρδευε. Σήκωσε το χέρι του και σταμάτησε ένα ταξί. Έδωσε τη διεύθυνση της Ζωής. Αργά ή γρήγορα, θα επέστρεφε σπίτι της.

-----

Η γειτονιά ξυπνούσε. Ο κυρ-Νίκος είχε ανοίξει, ήδη, το ψιλικατζίδικο στη γωνία. Μάζευε τα γάλατα. Αν δεν ήταν, ήδη, στο σπίτι, έπρεπε να φανεί.
Πράγματι. Την είδε να κατηφορίζει. Όταν τον είδε από μακριά, κοντοστάθηκε. Δεν ήξερε αν έπρεπε να τρέξει πάνω του, ή να φύγει. Δεν ήξερε τι σήμαινε να την περιμένει στην είσοδο της πολυκατοικίας της. Τελικά αποφάσισε να πλησιάσει με σταθερά βήματα.
"Γεια", της είπε...
"Γεια..."
"Έφυγες γρήγορα και δεν πρόλαβα..."
"Είχα γίνει ρεζίλι..."
"Δε γίνεται ρεζίλι κάποιος που αγαπάει"...
"...ακόμη κι όταν δεν τον αγαπούν";
"Ακόμη και τότε. Αν και δεν είναι αυτό..."
"Δηλαδή, τι... Μ αγαπάς";
"Το τι αισθάνομαι δεν έχει καμία σχέση με το τι μπορεί να γίνει μ εμάς..."
"Δηλαδή;"
"Είναι δύσκολο... Θα ΄ρθεις μαζί μου, τη Δευτέρα, σε έναν γιατρό";

-------

Δευτέρα βράδυ. Κάθεται στη μία πολυθρόνα κι η Ζωή στη διπλανή. Όρθιος, ο γιατρός προσπαθεί να εξηγήσει:
"Δεν ξέρουμε τι είναι, πώς μεταδίδεται, πόσο επικίνδυνο είναι. Στις Ηνωμένες Πολιτείες το αποκαλούν AIDS. Το ελληνικό του όνομα είναι... σιδηρόδρομος . Αυτό που, σίγουρα, ξέρουμε, είναι ότι μεταδίδεται στους ομοφυλόφιλους, από τη σεξουαλική πράξη".
"Ναι, αλλά ο... δεν..."
"Ναι, δεν... Δεν είναι ομοφυλόφιλος. Έρχεται σε επαφή με κάποιους φίλους του, αλλά έχει αποδειχτεί ότι δε μεταδίδεται έτσι. Υποψιαζόμαστε ότι μεταδόθηκε από αίμα. Από μια σύριγγα, από κάτι άλλο... Ίσως από μετάγγιση. Αν είναι αλήθεια κάτι τέτοιο, πολλά πρέπει να αλλάξουν. Το σίγουρο είναι ότι ο φίλος σου δεν μπορεί να έχει τη ζωή των άλλων".
Εκεί μπήκε στην κουβέντα:
"Δε βαριέσαι γιατρέ. Η Ζωή, είναι μοναδική"...

-----

Ξημερώνει Τρίτη. Είναι μαζί, αγκαλιά, στην αποβάθρα. Δεν έχουν μιλήσει από εκείνη την ώρα. Αλλά είναι μαζί.

-----

Πρωί Τετάρτης. Μπαίνει στο σπίτι. Ο πατέρας του τον περιμένει στο χωλ.
"Πού ήσουν; Πού γυρίζεις";
"Πού είναι η μάνα";
"Άσε τη μάνα και δε σε γλιτώνει! Τι θα σε κάνω εγώ; Αλήτη";
"Φώναξέ την, πατέρα. Θέλω να σας μιλήσω"...

-------

Δέκα λεπτά αργότερα, στην κουζίνα. Τα μάτια της μάνας του, γεμάτα δάκρυα. Ο πατέρας, κοιτάζει το κενό. Εκείνος, όρθιος, μόλις έχει τελειώσει. Απλώνει το χέρι του και χαϊδεύει το κεφάλι της μητέρας του. Της σκουπίζει τα δάκρυα. Εκείνη, με τα χέρια της, πιάνει τα δικά του. Τρέμει.
"Μην κλαις" , της λέει...
"Εύκολο το ΄χεις..."
"Κάποτε θα γινόταν"...
"Ναι, αλλά μετά από το δικό μου χαμό, αγόρι μου. Δεν υπάρχει χειρότερο πράμα, από το να θάβεις το παιδί σου"...
Ακουμπά τον πατέρα του στην πλάτη. Εκείνος σηκώνεται, τον αγκαλιάζει. Δε μιλάει. Έπειτα, με αργά βήματα, βγαίνει από το δωμάτιο. Κλείνεται στην κρεβατοκάμαρα. Δεν έχει κλάψει ποτέ μπροστά τους. Δεν θα άρχιζε τώρα...

ΤΕΛΟΣ


Η φωτογραφία είναι του David Troyer και την έχω πάρει από εδώ

ΥΓ. Νομίζω ότι το διήγμα είναι άνισο. Άρχισε με άλλες προοπτικές, αλλά κατέληξε εντελώς διαφορετικά. Αρχικά σκεψτηκα να το διαγράψω. Έπειτα, μου πέρασε από το μυαλό ότι και η αποτυχία έχει τη θέση της κι είναι ένα διάστημα κι αυτή. Άρα, το "Στο Σταθμό" είχε θέσει σε ένα blog με την επωνυμία Διαστήματα.

Σχόλια

Ο χρήστης ria είπε…
καταπληκτικό!

και η ανατροπή είναι που του χαρίζει αξία!
Ο χρήστης Кроткая είπε…
δεν είναι άνισο. γίνεται λίγο μελό, αλλά και το μελό έχει θέση στη ζωή μας... :)

κι εμένα μου άρεσε!
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Δεν είναι αποτυχημένο, μου άρεσε η διαφορετική τροπή που πήρε ;)
Ο χρήστης Σταυρούλα είπε…
Πολύχρονοοοοοοοοοος! :)

Συμφωνώ με Κροτ! ;)
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ προς όλους

Παιδιά, ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη. Μου είχε φανεί άνισο και πολύ μελό, αλλά θα συμφωνήσω μαζί σας ότι και το μελό χρειάζεται...

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ