Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σκέψεις του καφέ - 2ο μέρος

Την έκλαψε πολύ την Πελαγία. Περισσότερο κι από τη μάνα του την ίδια. Όμως τι τις ήθελε τέτοιες σκέψεις πρωινιάτικα;

Ρούφηξε άλλη μια γουλιά καφέ. Δυνατά. Να το ΄φχαριστηθεί.
«Βλέπω το χαίρεσαι το καφεδάκι σου! Το γλεντάς»!
Αυτή η κουτσομπόλα, η Μόρφω, ακόμη απέναντι ήταν.
«Ε, μια ευχαρίστηση μας έμεινε κι εμάς»…
«Α, κυρ-Θανάση μου… Ο κάθε άνθρωπος έχει τις ευχαριστήσεις που θέλει να
έχει. Γι αυτό και στα νιάτα κάνει λίγο κράτει, για να χαρεί στα στερνά»!
«Φαρμακόγλωσση»…
Αυτό το τελευταίο το είπε ψιθυριστά, αλλά του ερχότανε πολλές φορές να της το φωνάξει κατάμουτρα! Ήταν κουτσομπόλα και φαμακόγλωσση. Σκέτο δηλητήριο. Να σε πικάρει και τι στον κόσμο. Κι όταν ζούσε η Πελαγία του, δεν τους άφηνε σε χλωρό κλαρί.
«Ακόμα έτσι, κυρία Πελαγία μου; Ακόμα αστεφάνωτη»;
Κάθε μέρα που την έβλεπε, τη φαρμάκωνε τη γυναικούλα του με την κακία της. Αν και η Πελαγία, δεν χάριζε κάστανο. Μια φορά, δεν άντεξε άλλο, έσκασε. Και γύρισε και της είπε:
«Καλύτερα αστεφάνωτη κυρία Μόρφω μου, παρά άγαμη»!
Γέλασε η Μόρφω. Γέλασε τρανταχτά.
«Μα, κυρία Πελαγία μου, το ίδιο είναι άγαμη, το ίδιο και αστεφάνωτη»…

Κι εκεί που το ΄λεγε, είδε το χαμογελάκι της Πελαγίας και κατάλαβε. Η παμπόνηρη είχε φάει μια συλλαβή. Άλλο ήθελε να πει κι επίτηδες τα μπέρδεψε. Όλη η γειτονιά, όμως, είχε καταλάβει.
Κοκκίνισε η Μόρφω, σαν το παντζάρι έγινε και μπήκε, άρον άρον, στο σπιτικό της. Γιατί η Πελαγία είχε δίκιο. Ακόμη κι ο άντρας της, ο Δημητρός, προτιμούσε να πάει να τα δώσει στις πουτάνες, παρά να τακτοποιήσει τη Μόρφω. Και πήγαινε, ο συγχωρεμένος, κάθε δεύτερο Σάββατο, εκεί στην οδό Αφροδίτης και στη Λέοντος Σοφού. Ειδικά εκεί, στο Χριστινάκι, πήγαινε με βήμα ταχύ κι επέστρεφε αργά-αργά, μ ένα χαμόγελο στα χείλη. Γιατί το Χριστινάκι τα τιμούσε τα χρήματα που έπαιρνε και δώστου και φώναζε και βογγούσε. Και γινόταν ο άλλος, ο από πάνω, βασιλιάς!
Του ΄φυγε ένα γέλιο του κυρ-Θανάση. Τα θυμήθηκε όλα αυτά και γέλασε. Του έλειπε ο Δημητρός. Ήταν καλός ταβλαδόρος κι οι δυο τους έστηναν, πολλά απογεύματα, ειδικά από την άνοιξη ως το Σεπτέμβριο, σκληρές μάχες. Μόνον που ο Θανάσης ήταν μάστορας στο ζάρι και, παρά την αξία του αντιπάλου, κατάφερνε να παίρνει τις περισσότερες παρτίδες, με έναν τρόπο εκνευριστικό. Ασόδυο ήθελε; Ασόδυο έφερνε. Ντόρτια; Ντόρτια. Εξάρες; Εξάρες! Και τσαντίζονταν ο Δημητρός, χτυπούσε τα πούλια, πετούσε τα ζάρια, έδινε μια με το χέρι κι έκλεινε το τάβλι:
«Άρχισες, πάλι, τα σαλτανάκια σου»!
Και μ αυτήν την ατάκα, τέλειωνε η μάχη. Αλλά να πει να μην ξαναπαίξουν, αδύνατο. Την επομένη, πάλι εκεί, με το τάβλι υπό μάλης και τα μαξιλάρια, να μην πιάνονται, που κάθονταν στις ψάθινες καρέκλες. Έρχο
νταν και τα καφεδάκια, μαζευόταν και η μαρίδα, τριγύρω, να δίνει συμβουλές κι αρχίζανε:
«Πιάσε το πεντάρι»!
«Όχι το πεντάρι! Άνοιξε, καλύτερα, να φύγεις! Πού να σε προλάβει»!
«Μη φεύγεις από τώρα. Μετά; Τι θα κάνεις μετά; Μια φορά να φέρεις άσσο, στο πήρε διπλό».
Κι άλλα τέτοια. Εκεί ήταν που τσαντιζότανε ο κυρ-Θανάσης:
«Ρε σεις! Κωλόπαιδα! Από πότε μου γίνατε καθηγητές; Άντε πάντε παρά πέρα να παίξουμε με την ησυχία μας! Που μάθατε όλοι τάβλι κι έρχεστε να μας ζαλίζετε τον Έρωτα»!

Σταματούσαν, έτσι, οι συμβουλές κι αρχίζαν οι μουρμούρες:
«Δες τον τι έπαιξε! Τσκ, τσκ, τσκ»!
«Αυτό, ούτε στη φυλακή δεν το παίζουν. Κι αυτός το συνεχίζει»…
«Πάει, γέρασε. Είδες πως το έπαιξε»;
Γυρνούσε ο Δημητρός, τους έριχνε καμιά αυστηρή ματιά και σταματούσαν κι οι μουρμούρες. Και πάλι από την αρχή, ώσπου έφθανε η ώρα να μιλήσει στο ζάρι ο κυρ-Θανάσης, για να κερδίσει και να τσαντίσει τον Δημητρό:
«Άρχισες, πάλι, τα σαλτανάκια σου»!
Και, μπαμ, του έκλεινε το τάβλι με μια κίνηση του χεριού, γελούσαν οι άλλοι, γελούσε κι ο Θανάσης.
Γελούσε, πάλι, με τον ίδιο τρόπο, όπως και τότε. Η Μόρφω έκανε το σταυρό της, που τον έβλεπε να γελά μονάχος, κοιτώντας τον καφέ. Είπε να του μιλήσει, αλλά σκέφτηκε «άσ’ τον, ξεκούτιανε κι αυτός»… Κι έριξε το φταίξιμο στο γιο του κυρ Θανάση, τον Ηλία, που ερχόταν όλο και πιο σπάνια να τον δει.
Ο Ηλίας… Παλίκαρος ως εκεί πάνω! Όμως, τι τα θες… Αν τον άνδρα τον βάζει στο βρακί της η γυναίκα, πάει και η παλικαριά του, πάει και το καλό του…
Γύρισε ξανακοίταξε τον κυρ-Θανάση. Κοτσονάτος γέρος… Είδε και τον καφέ… «Ρε, δε φτιάχνω κι εγώ για μένανε έναν», σκέφτηκε και μπήκε στο διαμέρισμα, αφήνοντας στη μέση το άπλωμα.

Συνεχίζεται

Σχόλια

Ο χρήστης november είπε…
Και γίνεται καλύτερο!

Αυτή η Αφροδίτης, σπίτια έχει κλείσει! Σήμερα βέβαια είναι σε παρακμή, τα Χριστινάκια έχουν γεράσει και συχνάζουν στα ίδια μαγαζιά...
Ο χρήστης maya είπε…
go on...
εδώ είμαι και διαβάζω. ωραία ατμόσφαιρα, εχω μπει και το ζω. μην μας αφήσεις ετσι!
καλό βράδυ!
χ
Ο χρήστης kanataki είπε…
από σήμερα θα χρησιμοποιώ με μεγαλύτερη ευλάβια το ρήμα "κανονίζω"......






υγ και την λένε και χριστίνα...

υγ πω πω!
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Πολύ καλόόό! Συνέχισε ;)
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ november said
Αυτή η Αφροδίτης, σπίτια έχει κλείσει!
Ομιλείς εκ πείρας αγαπητέ Νοέμβριε;

;-)

Χαίρομαι που σου αρέσει.

@ maya
Δε θα σας αφήσω έτσι, αγαπητή. Συνεχίζω.

@ tsaperdona said
από σήμερα θα χρησιμοποιώ με μεγαλύτερη ευλάβια το ρήμα "κανονίζω"

Διακρίνω διαφορά ηλικίας! Στα νιάτα μου το "κανονίζω" σήμαινε αυτό ακριβώς!

@ renata
Ευχαριστώ, συνεχίζω!
Ο χρήστης cindaki είπε…
Τι όμορφο!
Με γύρισες σε άλλες εποχές!

Περιμένω την συνέχεια!
Ο χρήστης Кроткая είπε…
κι εγώ έτσι είμαι στο τάβλι, σαν τον κυρ-Θανάση!!

επέστρεψα και βρήκα καινούριο και πολύ χαίρομαι. και μου αρέσει και το στυλ, για να διούμε!!
Ο χρήστης Кроткая είπε…
δεν είπαμε όμως να ανοίξουμε καινούριο μαγαζί? πάλι ο μάνατζερ θα φροντίσει?
Ο χρήστης Кроткая είπε…
για δες εδώ
http://skepseistoukafe.blogspot.com/

και μήπως να ξανακουβεντιάσουμε το θέμα του μισθού μου?
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ sofi-k
Σ ευχαριστώ. Μου αρέσει κι εμένα να γυρνάω πίσω.

@ krotkaya
Νομίζω ότι πρέπει να υπογράψουμε μια σύμβαση... Γιατί με το ρυθμό δουλειάς, δεν καταφέρνω να τροφοδοτώ όλα τα Blog.

:-D
Ο χρήστης Кроткая είπε…
όχι κάτω από 20% επί των κερδών. συν το στάνταρ μηνιάτικο.
κι από μένα ό,τι θέλεις!

τσκ!
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ krotkaya
Ε, όχι και ό,τι θέλω! Γιατί θα το μάθει η "Κατερίνα" κι ο καλός σου και θα μας πνίξουν, η μία στην Άμστελ κι ο άλλος στα χαλούμια!

ΥΓ. Το γνωστό ανέκδοτο με τον Κύπριο που πήγε για τοστ, φαντάζομαι το ξέρεις!

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ