Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Παλιές ιστορίες

Ήταν σίγουρος, πλέον. Κάτι του έκρυβε. Τι, όμως; Γνώριζε τον δολοφόνο; Τον είχε δει; Για ποιον λόγο τον έκρυβε, αν τον έκρυβε; Είχε παρατήσει την ανάκριση στο Μίλτο και καθόταν στο γραφείο του. Απέναντι έπαιζε η τηλεόραση. Ειδήσεις. Περίμενε μήπως θα έλεγαν κάτι για τον νεκρό αστυνομικό. Στα παράθυρα μάλωναν δυο δημοσιογράφοι και δυο τι βι περσόνες, για το νομοσχέδιο για την Παιδεία. Κουβέντα για τον αστυνομικό.
«Τα παρατήσαμε»;
Στο κούφωμα της πόρτας στεκόταν η Γενική Διευθύντρια. Σηκώθηκε, απότομα, όρθιος, λες και είχε μπει στην αίθουσα ο δάσκαλος.
«Δεν παρατάμε τίποτα! Εκτός από την έρευνα, υπάρχει και η σκέψη, κυρία Πρήχα…»
«Στρατηγέ Πρήχα, για σένα Θεοδωρίδη! Μην ξεχνιόμαστε! Δεν έφαγα τα πεζοδρόμια και τους δρόμους για να με αποκαλούν με το επίθετό μου… Σε λίγο θα μου μιλήσεις στον ενικό και θα με φωνάζεις με το μικρό μου όνομα…»
Ο Κώστας έσφιξε το στόμα του. Περπάτησε προς την πόρτα κι έπιασε τη Γενική Διευθύντρια από το μπράτσο. Σχεδόν την έσυρε στο γραφείο του κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. Κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να μην τη χτυπήσει στο κούφωμα.
«Για πρόσεχε…»
«Όχι, Κατερίνα! Εσύ να προσέχεις! Μας στριμώχνεις άγρια και το ξέρεις. Μας μιλάς λες και είμαστε σκουπίδια! Κι άντε! Με μένα, υπάρχει ένα παρελθόν. Τον άλλον, όμως; Γιατί τον στριμώχνεις τόσο»;
«Ποιο παρελθόν καημένε Κώστα; Νομίζεις ότι ακόμη θα είμαι κολλημένη σε σένα; Ποτέ δεν τόλμησες να παραδεχτείς ότι ήμουν καλύτερή σου. Ακόμη κι όταν έπαιρνα τον έναν βαθμό πίσω από τον άλλον, ακόμη και τότε ούτε γύρισες, ποτέ, να πεις ένα μπράβο! Ήθελες τη γυναίκα κλεισμένη στο σπίτι, να σου έχει παντούφλες και φαγητό έτοιμα και να σου κάθεται όποτε ήθελες να γαμήσεις! Κι όταν είχες πυροβολήσει κανέναν, να κλάψεις στον ώμο της! Ε, λοιπόν, τέτοια γυναίκα δεν ήμουν ποτέ! Δεν είχαμε κοινό παρελθόν, από τότε που έγινα αστυνόμος κι έμεινες πίσω στην ιεραρχία. Από τότε πέθανες μέσα μου»…
«Τέλειωσες»;
«Όχι, δεν τέλειωσα! Άκου να σου πω, Κώστα, γιατί οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους. Εσύ έμεινες κολλημένος πάνω μου και έκανες λες και χωρίσαμε χθες. Όσο για το αν σας κολλάω, σας σπάω τ’ αρχίδια επειδή πρέπει να βρείτε κάτι και δεν το κάνετε! Έχουμε δυο πτώματα μπροστά μας και ούτε μία απάντηση. Κι εσύ φέρεσαι στη μάρτυρα με το σεις και με το σας, λες και είναι συγγενής σου! Με πιέζουν κι εμένα, από πιο πάνω! Ο Αλεξάνδρου δεν ήταν τυχαίος. Είχε φίλους ψηλά! Και κάποιος τον σκότωσε και του πήρε το χέρι για σουβενίρ! Κι εσύ μου λες ότι σας στριμώχνω; Δεν έχεις δει, ακόμη στρίμωγμα! Τώρα τέλειωσα»!
Δεν είχε κουράγιο να της πει το παραμικρό. Τα μάτια της έδειχναν ότι έλεγε αλήθεια. Η πρώην γυναίκα του και νυν προϊσταμένη του, δεν είχε αφήσει περιθώρια.
«Εντάξει, εντάξει… Αλλά κατάλαβέ το ρε συ Κατερίνα… Η υπόθεσή είναι δύσκολη. Δεν έχουμε το παραμικρό. Κι αν το μυαλό μας πήγαινε σε μεγάλα πράγματα, με τη δολοφονία του Αλεξάνδρου, η δεύτερη δολοφονία, που έγινε μάλλον για να βγει η Τιτάκου από τη μέση, μας έχει φέρει σε αδιέξοδο. Η πρώτη δείχνει πως κάτι μεγάλο κρύβεται από πίσω, η δεύτερη είναι ακατανόητη… Τι γύρευε εκεί ο δολοφόνος ενός στελέχους επιχειρήσεων που έχει, όπως λες κι εσύ, φίλους στα ψηλά;»
«Εμένα ρωτάς; Βάλ΄ τα κάτω και βρες τη λύση. Εσύ θα γινόσουν διευθυντής Ασφαλείας…»
Τον χτύπησε άλλη μία φορά, εκεί που πονούσε. Λες και υπήρχαν σημεία που δεν πονούσε… Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο Μίλτος.
«Συγνώμη, διακόπτω»;
«Μαλακίες, Παντάκη! Μιλάμε για την υπόθεση. Έχουμε τίποτα»;
«Τίποτα. Η Τιτάκου κάτι μας κρύβει, αλλά δε μιλάει με τίποτα. Κι ούτε μπορούμε να την κρατήσουμε, δεν έχουμε το παραμικρό στοιχείο σε βάρος της».
«Αφήστε την να πάει σπίτι της, λοιπόν, βάλτε μια καλή φρουρά μέσα κι έξω και πρήξτε την με το να την φέρνετε για ανάκριση δυο φορές τη μέρα».
«Αυτό σκεφτόμουνα κι εγώ… Ήδη ζήτησα να την μεταφέρουν στο σπίτι της και, σε λίγο…»
«Γιατί σε λίγο, Παντάκη»;
«…»
«Λοιπόν»;
«Θέλει να δει τον Κώστα»…
Η Πρήχα γύρισε απότομα προς το μέρος του Κώστα. Τον κοίταξε στα μάτια και ρώτησε, δήθεν αδιάφορα, τον Μίλτο:
«Έχει προτιμήσεις η μάρτυς; Τι να κάνουμε, Μίλτο, θα πάμε με τα νερά της… Άντε κύριε Θεοδωρίδη… Πηγαίνετε. Μπας και μάθουμε τίποτα, δηλαδή…»

συνεχίζεται

Σχόλια

Ο χρήστης Кроткая είπε…
πολύ μαλάκω.
καλά έκανε και τη χώρισε!
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ Krotkaya
Τη χώρισε ή τον χώρισε; Ιδού η απορία. Αλήθεια, έχει σημασία ποιος δίνει τη χυλόπιτα; Κοίτα τώρα τι κάθομαι και σκέφτομαι...
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
μια συμβουλή μικρή (αν θες πέτα την)

επειδή έχεις έντονους διαλόγους 2-3 γραμμές με περιγραφές (προσώπων, νεύρων, χώρου, κλπ) μαλακώνουν

κατά τα άλλα μ'αρέσει.
Ο χρήστης An-Lu είπε…
Με πρόλαβε η αλεξάνδρα...ίσως χρειαζόντα μια ψυχολογική περιγραφή πριν τον καυγά...

Keep on baby!
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ alexandra & an-lu

Δεκτόν! Ευχαριστώ και συνεχίζω...
Ο χρήστης Кроткая είπε…
ε, άντε όμως!!! μας έχει φάει η περιέργεια.....
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ Krotkaya

Αχ, τι να κάνω, αγαπητή Βελγίς! Χτύπησε η registry του pc. Καταστροφή! Ευτυχώς, αυτήν τη φορά είχα αντίγραφα σε εξωτερικό σκληρό και δεν θα την πάθω όπως στην Κωλοδουλειά, που έμεινε στη μέση και περιμένει χρόνο, να συμπληρωθεί.
Το ολοκαίνουργιο pc, με 150 γίγας σκληρό, Μνήμη ram άλλο 1 γίγας, οκτώ θύρες usb και ειδικό πιατάκι για το ζέσταμα του καφέ, είναι αυτήν την ώρα στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου μου και η επίσημη τελετή εγκατάστασης και σεταρίσματος θα γίνει σήμερα το απόγευμα (ελέω ρεπό). Καλώς εχόντων των πραγμάτων, το βράδυ θα "πέσει" το νέο επεισόδιο -με το οποίο μπαίνουμε στον δεύτερο τελευταίο κύκλο.
Ο χρήστης Кроткая είπε…
περαστικά λοιπόν και αναμένουμε!!!

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ