Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Φύλακες

Της φάνηκε ότι είχαν κάνει έρωτα για δυο με τρεις ώρες. Η αλήθεια, όμως, ήταν ότι είχαν κάνει έρωτα μόλις για πέντε λεπτά. Ντύθηκε στα γρήγορα, γιατί φοβόταν ότι θα χτυπούσε η πόρτα και θα ήταν οι αστυνομικοί που θα αναλάμβαναν να κάνουν τον ύπνο της χωρίς εφιάλτες κι αγωνία. Ντύθηκε κι εκείνος.

«Βιάζεσαι»;

«Δε θα ΄ρθουν οι φίλοι σου»;

«Εντάξει, έχουμε καιρό…»

«Τότε να βάλω ένα ποτό…»

«Καλύτερα όχι εν ώρα υπηρεσίας. Μια άλλη φορά».

«Μπα, θες ανκόρ»;

Ήταν λίγο άγαρμπο αυτό, αλλά ξαφνικά αισθανόταν φτηνή. Τον είχε γνωρίσει πριν μερικές ώρες, ντυμένο με παλτό, τον συνάντησε σε ένα γραφείο με σακάκι και, ξάφνου, ήταν από πάνω της, γυμνός, να κουνιέται πέρα δώθε και να βογκάει. Κι εκείνη να τυλίγει τη μέση του με τα πόδια της και να τον σπρώχνει όλο και πιο βαθιά.

Περίμενε ότι θα της κατεβάσει καμία ξανάστροφη, αλλά αντίθετα, εκείνος έσκυψε το βλέμμα σαν αρσακειάδα του 50 και βγήκε στο σαλόνι. Τον ακολούθησε.

«Κοίτα, δεν το εννοούσα. Απλά, όλα έγιναν γρήγορα και δεν προλάβαμε, καλά καλά, ούτε τα ονόματά μας να πούμε. Δε θέλω να με πάρεις για καμία πουτάνα που…»

«Ελένη…»

«Ορίστε;»

«Σε λένε Ελένη. Κι εμένα Κώστα. Ορίστε! Είπαμε και τα ονόματά μας. Τώρα είναι καλύτερα; Θα σε δω αύριο»;

Είχε σαστίσει με το θάρρος του. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Ειδικά με την πρώην του, όλοι του έλεγαν πως δεν ταίριαζαν, επειδή η Δανάη δε χαμπάριαζε κι εκείνος κοιτούσε πάντα τι θα πει ο κόσμος. Και, ξαφνικά, αυτός ο τυπολάτρης αστυνόμος, έκανε έρωτα με τη μάρτυρα ενός εγκλήματος, μέσα στο ίδιο της το σπίτι, περιμένοντας τη φρουρά της! Του έκοψε τις σκέψεις απότομα:

«Κοίτα, δε γουστάρω τις ξεπέτες! Αυτό είναι όλο. Εντάξει, πριν μερικές ώρες είχα βγάλει το σκύλο βόλτα κι έπεσα πάνω σε ένα πτώμα. Δεν είναι και το πιο συνηθισμένο πράγμα. Έπειτα βρέθηκε κάποιος να με πάει σπίτι, κάποιος που ήταν κοντά μου σε μια δύσκολη στιγμή, έχω και μια κακή σχέση…»

«Αυτό κάνεις πάντα;»

«Δηλαδή…;»

«Ψυχαναλύεις όλες σου τις πράξεις;»

Χαμογέλασε.

«Απλά, όταν γνωρίσω κάποιον, δεν ξαπλώνω κατευθείαν στο κρεβάτι. Ή, τέλος πάντων, έτσι έκανα…»

Ο ήχος του κινητού τηλεφώνου του Κώστα τους διέκοψε. Ήταν κάποιος αστυνομικός που έψαχνε το διαμέρισμα της Ελένης. Προφανώς η φρουρά της. Του έδωσε λεπτομερείς οδηγίες και, μετά από δέκα λεπτά, ο αστυνομικός, μαζί με μία αστυνομικίνα, βρισκόταν στο διαμέρισμά της.

Ο αστυνομικός ήταν κοντός, με κοιλίτσα, φαλακρός. Η αστυνομικίνα, αντίθετα, έδειχνε γυμνασμένη. Σχετικά ψηλή, ξανθιά, με μακριά μαλλιά, πιασμένα αλογοουρά. Κάτω από το κοντό μπουφάν της φαινόταν ένα δυσανάλογα ογκώδες πιστόλι. Η μπλούζα της άφηνε να φανούν οι κοιλιακοί της –θα τους ζήλευε κάθε άνδρας. Από κάτω φορούσε ένα γκρι παντελόνι από ελαστικό ύφασμα και ίσια αθλητικά παπούτσια. Ήταν σα να ετοιμαζόταν να κάνει τζόκιν.

«Λεσβία», σκέφτηκε η Ελένη.

«Λεσβία», σκέφτηκε ο Κώστας.

«Αστυνόμε μπορείτε να πηγαίνετε», ακούστηκε η λεσβία.

«Ναι», μουρμούρισε. Περπάτησε προς την έξοδο. Η Ελένη τον ακολούθησε.

«6945565765», της είπε.

«…»

«Το κινητό μου. Αν θες να τα ξαναπούμε, πάρε».

Γύρισε σε ένα τραπεζάκι, δίπλα στην έξοδο. Πήρε ένα στιλό και του έγραψε, στην παλάμη, τον δικό της αριθμό κινητού.

"Εσύ πάρε", του είπε. Χαμογέλασε κι έκλεισε την πόρτα.

Συνέχεια

Σχόλια

Ο χρήστης AVRA είπε…
αχ με το στανιο και εσυ....εχω μπει στη πριζα λεμε!
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Ναι, αλλά το γύρισες στο αισθηματικό τώρα... χάνεις τον προσανατολισμό σου!
Ο χρήστης iris είπε…
μοιραία γυναίκα η Ελένη (μήπως το όνομα δεν είναι τυχαίο;).

Όντως το γύρισες στο συναισθηματικό αλλά σου έχω εμπιστοσύνη. Είμαι σίγουρη πως όλα αυτά έχουν σχέση με το φόνο. Έχω δίκιο;
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ avra
Σκέψου ότι η πλοκή στήνεται μέρα με τη μέρα. Θέλει κατάλληλο χρόνο και χώρο. Υπομονή...

@ november
Υπάρχει λόγος Νοέμβριε. Πρέπει να δικαιολογήσουμε κάτι που θα γίνει στη συνέχεια -και δε θα έχει σχέση με το σεξ.

@ iris
Όλες οι Ελένες. Ναι, δεν είναι τυχαίο, όπως δεν είναι τυχαίο το ότι αυτή η Ελένη τα ΄χει τα ψωμάκια της και τα κιλάκια της.
Έχεις δίκιο. Έχουν σχέση. Υπομονή.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ