Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Αλεξάνδρου

Μισή ώρα μετά, οι δυο τους βρίσκονταν στο σημείο όπου είχε βρεθεί δολοφονημένος ο Αλεξάνδρου. Το μέρος φυλάσσονταν από την αστυνομία κι ήταν, ακόμη, φωτισμένο από τους προβολείς. Ένας φωτογράφος, αστυνομικός με πολιτικά, έπαιρνε φωτογραφίες από διάφορα σημεία. Τότε η Ελένη παρατήρησε κάτι, που δεν είχε δει προηγουμένως: Όλη η πυλωτή της πολυκατοικίας ήταν χωρισμένη σε μικρά τετράγωνα, με άσπρο νήμα.

«Τι είναι αυτά»;

«Ένας τρόπος να βρίσκουμε χαμένα πράγματα. Χωρίζουμε τη σκηνή μιας δολοφονίας σε μικρά μέρη και τα εξετάζουμε, ένα προς ένα. Έτσι, είμαστε σίγουροι ότι δεν έχουμε ξεχάσει κάτι», της εξήγησε.

Τον πλησίασε ένας αστυνομικός και του έδωσε ένα ντοσιέ. «Αστυνόμε, είναι ό,τι μαζέψαμε ως τώρα», του είπε.

Η Ελένη τον κοίταξε με ένα ερευνητικό ύφος. «Αστυνόμε; Έχεις τον ίδιο βαθμό με τον διοικητή σου», τον ρώτησε;

Χαμογέλασε αδιόρατα. Την κοίταξε κατάματα. Έπειτα, έσκυψε το κεφάλι και είπε, μέσα από τα δόντια του:

«Κάποτε ήμουν προϊστάμενος του Μίλτου. Αλλά η ζωή είναι ρόδα και γυρίζει»…

Κοίταξε το ντοσιέ. Η Ελένη θα συνέχιζε να τον ρωτάει, αν δεν την έκοβε κάπως απότομα:

«Ανθυπαστυνόμε! Για έλα εδώ»!

Τον πλησίασε ο ίδιος άνδρας που του είχε δώσει το ντοσιέ. «Διατάξτε»!

Άνοιξε το ντοσιέ κι έδειξε με το χέρι του:

«Εδώ γράφεις ότι βρέθηκε μια βέρα. Η βέρα του θύματος»…

«Μάλιστα. Είχε, από μέσα, την ημερομηνία του αρραβώνα τους και το όνομα της συζύγου. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Τη βρήκαμε στο πίσω μέρος της πυλωτής, στην πρασιά».

«Και το χέρι»;

«Ούτε δάχτυλο…»

Η Ελένη είχε ανατριχιάσει. Δεν είναι και το πιο ευχάριστο πράγμα στον κόσμο να μιλούν κάποιοι για ένα κομμένο, χαμένο χέρι… Δεν άντεξε και τον ρώτησε:

«Γιατί του έκοψε το χέρι»;

Την κοίταξε, χαμογέλασε και με την πιο γλυκιά φωνή που μπορούσε να βγάλει, της είπε:

«Αν το ήξερα αυτό, θα είχα πιάσει το δολοφόνο».

Της πρότεινε να περπατήσουν, ως το σπίτι της. Περπάτησαν. Εκείνη στα δεξιά του κι ανάμεσά τους το σπάνιελ. Δεν είπαν τίποτα, ώσπου έφθασαν στην πόρτα της.

«Εδώ μένεις»;

«Ναι… Στον τρίτο»…

«Μάλλον θα χρειαστεί να σου κάνω μία επίσκεψη. Δουλεύεις αύριο»;

«Θα πάρω μια άδεια. Πέντε χρόνια και έχω πάρει μόνον δυο βδομάδες πέρσι το καλοκαίρι. Κι αυτές για να μετακομίσω εδώ»…

«Ε, το δικαιούσαι. Άρα, θα τα πούμε…»

«Ναι…»

Γύρισε να φύγει. Σαν κάτι να είχε ξεχάσει, ξαναγύρισε. Την είδε να τον κοιτάζει, ακίνητη. Της χαμογέλασε.

«Φοβάσαι»;

«Δεν είναι και το πιο ευχάριστο πράγμα στον κόσμο…»

«Περίμενε…»

Έβγαλε το κινητό του τηλέφωνο. Σχημάτισε έναν αριθμό.

«Αστυνόμε, ο Κώστας. Μήπως θα έπρεπε να στείλουμε φρουρά στο σπίτι της Τιτάκου; Λέω για την περίπτωση που ο δράστης την είδε όταν βρήκε το πτώμα… Αχά! Καλά, θα περιμένω μαζί της».

Έβαλε το κινητό στην τσέπη και στράφηκε στο μέρος της. «Είχαν μεριμνήσει. Σε λίγο θα βρίσκεται εδώ η προσωπική σου φρουρά. Ως τότε, θα μείνω μαζί σου».

Του χαμογέλασε και του έκανε νόημα να την ακολουθήσει. Έβγαλε τα κλειδιά της και ξεκλείδωσε την εξώπορτα. Την ακολούθησε στο εσωτερικό και περίμενε δίπλα της το ασανσέρ. Όσο το κουβούκλιο ανέβαινε στον τρίτο, σκεφτόταν ότι δεν είχε φερθεί σωστά. Γνώριζε καλά ότι δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσουν χωρίς φρούρηση την Ελένη, αφού αποτελούσε στόχο. Είπε, όμως, να κάνει τον καμπόσο.

Του άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ και την πόρτα του διαμερίσματος. Την ακολούθησε στο εσωτερικό. Ήταν μικρό και ακατάστατο. Τα τασάκια ήταν γεμάτα αποτσίγαρα.

«Ο Ντικ δεν αφήνει τίποτα ήσυχο. Τα κάνει όλα άνω κάτω», είπε εκείνη για να δικαιολογηθεί.

Εκείνος σήκωσε από τον καναπέ ένα ζευγάρι μαύρες ανδρικές κάλτσες. «Του πατέρα σου, να υποθέσω…» της είπε περιπαικτικά.

Τις άρπαξε με μια βιαστική κίνηση.

«Του Διονύση. Και πριν ρωτήσεις, ο Διονύσης είναι ιστορία. Όχι η ιστορία μου, ιστορία σκέτη. Μάγκας, πολλά βαρύς και κολλιτσίδα. Μπήκε πριν δυο χρόνια στη ζωή μου, μου έφερε τον Ντικ δώρο κι από τότε στρογγυλοκάθισε. Κατσικώθηκε, πώς το λένε…»

Είχε χώσει τις κάλτσες κάτω από το μαξιλάρι του καναπέ. Εκείνος κάθισε ακριβώς δίπλα και συνέχισε την κουβέντα:

«Και γιατί δεν του λες να πάρει δρόμο»;

«Ένας άνδρας χρειάζεται μέσ΄ στο σπίτι. Όλο και καμία λάμπα θα βιδώσει, όλο και κανένα καζανάκι θα διορθώσει, φλοτέρ, τέτοια, ξέρεις εσύ…»

Πρέπει να έδειχνε ενοχλημένος. Αλλιώς πώς να εξηγήσει την κουβέντα που ξεστόμισε εκείνη;

«Ζηλεύεις»;

Τον κοιτούσε μ εκείνα τα πράσινα μάτια κι ήταν ακριβώς από πάνω του. Σηκώθηκε και βρέθηκε σε απόσταση μερικών χιλιοστών από τα χείλη της. Της τα ακούμπησε με τα δικά του. Δεν τραβήχτηκε. Την άρπαξε με τα χέρια του. Στο επόμενο λεπτό φιλιόντουσαν με πάθος, λες και ήταν εραστές, είχαν χωρίσει για καμιά δεκαετία και ξαναέσμιγαν.

Και μέσα σε δευτερόλεπτα, του είχε δείξει και την κρεβατοκάμαρα.

Συνεχίζεται

Σχόλια

Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Για δες η Ελενίτσα με την αυτοπεποίθηση...
Ο χρήστης iris είπε…
για δες ο αστυνόμος. Αντί να τρέχει το δολοφόνο τρέχει πίσω από τα φουστάνια...
Ο χρήστης Кроткая είπε…
εμ, πώς να μη χάνει τις προαγωγές μετά!
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ november
@ iris
@ krotkaya

Έλα, έλα... Μη δείτε (που λέει ο λόγος) τσόντα! Και που να διαβάσετε παρακάτω...

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ