Μίλτος και Κώστας συναντήθηκαν στο νεκροτομείο. Το πτώμα του Αλεξάνδρου ήταν τοποθετημένο, γυμνό, πάνω σε έναν πάγκο. Ο ιατροδικαστής φορούσε πράσινη ρόμπα, είχε κλειστό το στόμα και τη μύτη με ιατρική μάσκα και είχε ανοίξει τα σωθικά του Αλεξάνδρου. Τα έκοβε ένα-ένα, τα έβγαζε, τα ζύγιζε σε μια ζυγαριά που κρεμόταν πάνω από τον πάγκο και τα τοποθετούσε σε έναν άλλο πάγκο πίσω του. Το όλο σκηνικό θύμιζε έντονα κρεοπωλείο.
«Δεν έχω να πω τίποτα καινούργιο», τους είπε ο ιατροδικαστής. «Ισχύουν όσα σας είπα και στη νεκροψία. Η νεκροτομή μας δείχνει ότι ο Αλεξάνδρου δεν είχε πιει, δεν είχε φάει πρόσφατα και είχε ένα παλιό σπάσιμο, στο δεξί πόδι. Ζήτησα ιστολογική εξέταση σπλάχνων, αλλά είμαι απόλυτα σίγουρος ότι δε θα βρεθούν ίχνη αλκοόλ ή ναρκωτικών».
Το ίδιο σίγουροι ήταν κι ο Μίλτος με τον Κώστα. Βγαίνοντας από το νεκροτομείο, αναπνέοντας και πάλι καθαρό αέρα, χωρίς τη μυρωδιά της φορμόλης, έβγαλαν, σχεδόν ταυτόχρονα, τα κινητά τους. Ο Μίλτος πήρε στο γραφείο, να δει αν τον είχε ζητήσει κανείς. Ο Κώστας κρυφοκοίταξε έναν αριθμό στο χέρι του και πήρε στην Ελένη.
Ήταν καλά, ήσυχη. Η λεσβία ήταν μαζί της στο διαμέρισμα. Ο χοντρούλης μπάτσος από έξω, σε μια καρέκλα που του είχε δώσει, έλυνε σταυρόλεξα. Είχε ζητήσει άδεια πέντε ημερών, από τη δουλειά της. Η βάρδια της λεσβίας τέλειωνε στις 8 το πρωί και ο Κώστας πρότεινε να ζητήσει να κάνει αυτός το πρωινό τετράωρο, ως το μεσημέρι, για να περάσουν κάποιες ώρες μαζί. Όταν του έλεγε «ωραία», του φάνηκε πως χαμογελούσε. Θα ήθελε να ήταν μπροστά του.
Έκλεισαν ταυτόχρονα τα τηλέφωνα. Κοιτάχτηκαν.
«Θα πάω από το σπίτι, για κανένα μπάνιο. Θα σκεφτώ και λίγο, ποιον μπορούμε να ανακρίνουμε...»
Ο Μίλτος τον διέκοψε:
«Δεν ξεκινάς από τη δουλειά του;»
«Δε νομίζω ότι θα βρούμε άκρη εκεί. Ας το κάνει κανένας νέος στο Ανθρωποκτονιών. Θα προτιμούσα…»
«Κοίτα, δεν ξέρω τι θα προτιμούσες. Ξέρω ότι έχω ένα πτώμα με κομμένο το χέρι από τον καρπό. Ξέρω ότι αυτό το χέρι δεν το έχουμε βρει ακόμη και χτενίζουμε όλη την περιοχή. Ξέρω ότι αυτό εμένα μου θυμίζει μαφία. Άρα πρέπει να αρχίσεις από τη δουλειά του»!
Έτσι βρέθηκε με βαριά καρδιά στη δουλειά του Αλεξάνδρου. Και δε βρήκε το παραμικρό. Στέλεχος επιχειρήσεων, μοναχικός τύπος, τους άφησε άναυδους όταν παντρεύτηκε. Τη γυναίκα του την είχε γνωρίσει σε ένα σεμινάριο, είχε τελειώσει μάρκετινγκ, αλλά δεν εργαζόταν. Ο Αλεξάνδρου έβγαζε αρκετά, για να μην εργάζεται και μετά το γάμο. Γάμος πρόσφατος, πάντως, αφού δεν είχαν κλείσει, ακόμη, χρόνο.
Στη δουλειά του ήταν τακτικός, χωρίς επαγγελματικές εξάρσεις. Φαινόταν να μην κυνηγάει την καριέρα. Διεκπεραίωνε με τον καλύτερο τρόπο ό,τι αναλάμβανε, αλλά μέχρις εκεί. Σύμφωνα με το διευθυντή του, δεν ανέλαβε κάποια επικίνδυνη δουλειά. Μόλις είχε κλείσει μια συμφωνία εξαγοράς μιας μικρής επιχείρησης –ένα κλωστήριο- από την επιχείρηση την οποία αντιπροσώπευε. «Καθημερινά πράγματα» τα χαρακτήρισε ο κουστουμαρισμένος διευθυντής, με το χρυσό ρολόι και το δακτυλίδι στο μικρό δάκτυλο του δεξιού χεριού.
Όλη η διαδικασία είχε κρατήσει μία ώρα. Χρειάστηκε άλλη μισή ώρα για να βρεθεί στο τμήμα και περίπου δέκα λεπτά για να τα πει στο Μίλτο.
«Βρισκόμαστε από εκεί που αρχίσαμε», σχολίασε. «Και το οικογενειακό περιβάλλον»;
«Τους έχουμε εντοπίσει και, από το πρωί, θα τους φέρνουμε έναν έναν εδώ. Θα χρειαστούμε περίπου μια ώρα για να τελειώσουμε…»
«Δηλαδή»;
«Δηλαδή κανείς συγγενείς. Μάνα πατέρας δε ζουν, αδέλφια δεν υπάρχουν, κάποια μακρινή θεία μόνον. Κι όταν λέμε μακρινή, το εννοούμε. Η αδελφή της μητέρας του είχε φύγει στην Αυστραλία μετά τον πόλεμο. Από τότε έχει να τη δει. Θα εξετάσουμε την γυναίκα του».
«Οι δικοί της συγγενείς»;
«Το αυτόν! Ένας πατέρας υπάρχει και τίποτε άλλο. Α! Και μια θεία, αδελφή της μητέρας της, στη Γερμανία».
«Πού πήγαμε και τους βρήκαμε»…
"Δεν τους βρήκαμε... Αυτοί μας βρήκαν"!
Συνεχίζεται
Σχόλια
Βαρεθήκαμε; Βαρεθήκαμε;