Μίλτος και Κώστας κάθονταν ο ένας στο γραφείο του κι ο άλλος όρθιος, δεξιά διαγώνια από την χοντρούλα – γοητευτική τριαντάρα με το σκύλο. Ο Μίλτος επέμενε: Χοντρούλα. Ο Κώστας είχε ξεκινήσει από το «τριαντάρα με το σκύλο» και, πλέον, είχε προσθέσει το «γοητευτική». Σε λίγο θα την αποκαλούσε κουκλάρα κι ένας Θεός ξέρει τι άλλο σε –άρα.
«Λοιπόν, πάμε λίγο από την αρχή και μετά μπορείτε να φύγετε. Σας λένε…»
«Ελένη Τιτάκου. Είμαι 33 ετών, λογίστρια στην Έξαγκον Α.Ε. και μένω δυο τετράγωνα πιο κάτω. Είχα βγάλει το σκύλο βόλτα. Ο δρόμος ήταν θεοσκότεινος –δεν έβλεπες την τύφλα σου. Ο σκύλος σταμάτησε κι άναψα τσιγάρο. Στο φως της φλόγας, είδα το πτώμα. Ο Ντικ έγλυφε τα αίματα, συγνώμη, αλλά δεν είχα κουράγιο να του πω να σταματήσει, ούτε την ψυχραιμία. Έβαλα τις φωνές, μια γυναίκα με άκουσε, βγήκε έξω. Με ρώτησε τι έπαθα, εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω, ήρθε εκεί με έναν φακό, είδε το πτώμα, άρχισε να φωνάζει, μαζεύτηκαν κι άλλοι, αυτά…»
Τα έλεγε όλα αυτά χωρίς να βιάζεται, με ιδιαίτερη ψυχραιμία, πάντως, για μια γυναίκα που μόλις είχε δει ένα πτώμα, άγρια σφαγμένο, για πρώτη φορά στη ζωή της. Ίσως επειδή ήταν η τρίτη φορά που τα έλεγε. Ίσως επειδή τα πράγματα δεν είχαν γίνει έτσι. Αλλά ούτε ο Μίλτος, ούτε ο Κώστας είχαν την παραμικρή ένδειξη ότι τα πράγματα δεν είχαν εκτυλιχθεί έτσι όπως τα εξιστορούσε εκείνη.
«Τον γνωρίζατε τον Αλεξάνδρου»;
Ο Μίλτος είχε ρωτήσει, αλλά εκείνη γύρισε και κοίταξε τον Κώστα. Τον κάρφωσε με τα πράσινα μάτια της και απάντησε:
«Ούτε τον είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου».
Ο Μίλτος επέμεινε:
«Μένατε μόλις δύο τετράγωνα από το σπίτι του θύματος»…
Επιτέλους τράβηξε το βλέμμα της από το δικό του. Κοίταξε τον Μίλτο, με το πιο αθώο ύφος του κόσμου και είπε: «Δεν είμαι και η καλύτερη παρέα, αστυνόμε… Από το σπίτι βγαίνω για να πάω στη δουλειά, στο σούπερ μάρκετ και το βράδυ, για να βγάλω τον Ντικ βόλτα».
Ήταν η σειρά του να επιμείνει:
«Στο σούπερ μάρκετ, τότε. Μήπως τον είχατε δει, έστω τυχαία, εκεί»;
Δεν τον είχε δει ούτε στο σούπερ, ούτε στο φούρνο, ούτε στο ψιλικατζίδικο, που πήγαινε, πού και πού, για τα Μάλμπορο μαλακά. Δεν τον είχε δει ποτέ της.
Ευτυχώς για τον αστυνόμο και τον Κώστα, τον Αλεξάνδρου τον είχαν δει όλοι οι υπόλοιποι γείτονές του. Κι όλοι ανεξαιρέτως, είχαν μόνον καλά λόγια να πουν. Στο νυχτερινό δελτίο, οι δημοσιογράφοι είχαν προλάβει να μοντάρουν και να προβάλουν πλούσια ρεπορτάζ.
Η γυναίκα που είχε τρέξει με το φακό, σε βοήθεια της Ελένης, επέμενε ότι ο Αλεξάνδρου ήταν καλός άνθρωπος και δεν είχε πειράξει ποτέ κανέναν. Το ίδιο έλεγε κι ο φαλακρός ηλικιωμένος με τη ρόμπα, το ίδιο και ο μουστακαλής με τα ψαρά μαλλιά, που στο κάτω μέρος της οθόνης, όταν μιλούσε, εμφανίστηκε το σούπερ «διαχειριστής πολυκατοικίας Αλεξάνδρου». Κι έπειτα ο ρεπόρτερ, μας ενημέρωσε ότι η σύζυγος του θύματος είχε πάθει σοκ, στην είδηση της δολοφονίας του και είχε μεταφερθεί, επειγόντως, στο νοσοκομείο.
Η τηλεόραση έπαιζε χαμηλόφωνα στο γραφείο του Μίλτου και η Ελένη κι ο Κώστας έριχναν από καμία ματιά, όσο ο αστυνόμος τακτοποιούσε τα χαρτιά του και σημείωνε μερικά πράγματα στην κατάθεσή της. Έπειτα, γύρισε ένα χαρτί στην Ελένη, της έδωσε έναν στυλό και της ζήτησε να υπογράψει.
«Να διαβάσω πρώτα; Ο πατέρας μου, πάντα έλεγε να προσέχω πού βάζω την υπογραφή μου», είπε με ένα ένοχο χαμόγελο.
Ήταν η ατάκα που περίμενε καρτερικά ο Κώστας:
«Έχει και συνέχεια η παροιμία», της είπε και της έκλεισε το μάτι. Εκείνη χαμογέλασε και γύρισε να υπογράψει.
«Ορίστε. Και τώρα; Μπορώ να πάω στο σπίτι μου»;
Κώστας και Μίλτος κοιτάχτηκαν στα γρήγορα. Δεν ήθελε άλλη κουβέντα.
«Θα σας πάμε εμείς! Θα σας πάω εγώ», είπε ο Κώστας.
«Ευχαριστώ, αλλά να μη σας βάζω σε κόπο»…
"Δεν είναι κόπος. Ούτως ή άλλως, θέλω να ξαναδώ τη σκηνή του φόνου".
Συνεχίζεται
Σχόλια
Ο μπάτλερ το έκανε! Βιαστικιά! Αυτή τον βρήκε.
@ o kairos
Καλώς ήρθες και καλή διασκέδαση
Και οι χοντροί έχουν ψυχή... Άσε που η Ελένη είναι, απλώς, γεματούλα.
@ alexandra
Τη μαύρη ντάλια όχι (λόγω δουλειάς, είμαι αναγκασμένος να περιμένω τα dvd). Έχω δει, όμως, το Τσάινα Τάουν, το Big Sleep, το Γεράκι της Μάλτας και άλλα πολλά...
Σε λίγο η συνέχεια
@ krotkaya
lol