Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Συνάντηση

Η Γενναδίου στο Κερασοχώρι ήταν ένας δρόμος κατάφωτος. Περιπολικά, συμβατικά αυτοκίνητα της Ασφάλειας, προβολείς που είχαν στήσει οι αστυνομικοί, την έλουζαν στο φως. Αν δεν είχε τρέξει όλο αυτό το τσίρκο, θα ήταν ένας δρόμος θεοσκότεινος. Τα πορτοκαλί φώτα δεν άναβαν εκεί, σε αντίθεση με τον μεγάλο κάθετο δρόμο, που ήταν χαρά Θεού.

Το σκηνικό θύμιζε ταινία του Χόλιγουντ. Περίεργοι είχαν σχηματίσει έναν κύκλο γύρω από τους προβολείς της αστυνομίας. Ένστολοι είχαν τοποθετήσει κιγκλιδώματα, για να μην πλησιάσει κανείς τη σκηνή του εγκλήματος. Ζητάδες ακουμπούσαν στις σέλες των Χάρλεϊ, κάπνιζαν και γελούσαν δυνατά, αφού δεν είχαν δουλειά να κάνουν, καθώς κανείς δε φαινόταν να ενδιαφέρεται να διασχίσει με το αυτοκίνητό του την οδό Γενναδίου στο Κερασοχώρι. Ο Μίλτος κι εκείνος είχαν βάλει στη μέση μια χοντρούλα 30άρα με γυαλιά και το σκύλο της, ένα σπάνιελ με το υπέροχο θεόπνευστο όνομα Ντικ. Δίπλα, σκεπασμένο με ένα σεντόνι, βρισκόταν ένα πτώμα. Το σεντόνι είχε μουσκευτεί από το αίμα στο ύψος του λαιμού και γύρω από εκείνο το σημείο είχε σχηματίσει μια μικρή λίμνη. Ματωμένες πατημασιές ενός σκύλου, δίπλα στο πτώμα, έκλειναν την ευτυχισμένη αυτή εικόνα.

Κοιτούσε τη χοντρούλα αφεντικίνα του Ντικ. Του φαινόταν γοητευτική. «Μάλλον έχεις καιρό να γαμήσεις», σκέφτηκε. Αλλά, πάλι, ναι, ήταν γοητευτική. Καστανά κοντά μαλλιά, πράσινα μάτια, γυαλιά μικρά, ορθογώνια, το παλτό της έχασκε ανοικτό κι από μέσα φορούσε ένα παντελόνι, που άφηνε να φανούν ψωμάκια κι η γεμάτη περιφέρειά της κι από πάνω μια φόρμα, που μέσα της σχηματίζονταν ένα στήθος εν αφθονία. «Αν αδυνάτιζε λίγο, αν έχανε καμιά δεκαριά κιλά», συμπλήρωσε τη σκέψη του.

«Γράφτο αυτό Κώστα»!

Η φωνή του Μίλτου τον επανάφερε. Ανάθεμα κι αν ήξερε, όμως, τι ήταν αυτό που έπρεπε να γράψει. Έβγαλε το σημειωματάριό του κι ένα στυλό κι έκανε ότι σημείωνε. Ούτως ή άλλως, αργότερα, στο τμήμα, θα έπαιρνε κατάθεση από την γλυκούλα και θα γέμιζε τα κενά.

«Σας παρακαλώ, ακολουθήστε το όργανο στο Ανθρωποκτονιών και θα έρθουμε κι εμείς, να σας πάρουμε μια κατάθεση, να πάτε στην ευχή της Παναγιάς», της είπε.

Στράβωσε λίγο το στόμα της, με έναν τρόπο που την έκανε ακόμη πιο γοητευτική. Της χαμογέλασε κι εκείνη ανταπέδωσε:

«Τέλος πάντων. Αλλά τι θα κάνω με τον Ντικ»;

Σε άλλη περίπτωση θα απαντούσε μ΄ ένα ξερό «χέστηκα». Αλλά τώρα, που όσο την έβλεπε τόσο την ερωτευόταν, κι ας μην ήταν το πρότυπο ομορφιάς, είχε όρεξη για αρκετή κουβέντα:

«Μην ανησυχείτε, θα τον φροντίσουμε τον Ντικ σας. Να τον πάρετε μαζί. Θα σας βοηθήσει το όργανο να τον βάλετε στο αυτοκίνητο».

Το όργανο ήταν ένας υπέρβαρος μπάτσος, που στράβωσε όταν άκουσε τι έπρεπε να κάνει. Εποίησε, όμως, την ανάγκη φιλοτιμία και έβαλε τη χοντρούλα και τον Ντικ στο πίσω κάθισμα του περιπολικού. Στριμώχτηκε κι αυτός πίσω από το τιμόνι και ξεκίνησαν όλοι μαζί, μια ευχάριστη παρέα, για το Ανθρωποκτονιών.


Συνεχίζεται

Σχόλια

Ο χρήστης AVRA είπε…
και μετα και μετα ?μην αργεις βρε διαστηματα....


καλημερα και φιλια!

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ