Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Κώστας και Μίλτος

Έπαιζε τη μια πασιέντζα πίσω από την άλλη. Τη μία τέλειωνε, την άλλη άρχιζε. Η τηλεόραση, απέναντί του, πάνω από τον γκρι φοριαμό, έπαιζε μια ενημερωτική εκπομπή. Στο πάνελ, ένας γνωστός βουλευτής, προσπαθούσε να μιλήσει, αλλά ο παρουσιαστής τον διέκοπτε συνέχεια, φωνάζοντας: «Λέτε ψέματα! Είναι ντροπή»! Ένας άλλος γνωστός βουλευτής, του άλλου κόμματος, παρενέβη: «Τέτοια κάνατε κι ο ελληνικός λαός σας τιμώρησε. Αλλά μυαλό δε βάλατε».

Στο κούφωμα της πόρτας ξεπρόβαλε ο διοικητής του.

«Ποιο είναι το θέμα», τον ρώτησε, δείχνοντας, με μια κίνηση του κεφαλιού προς την τηλεόραση;

Πάτησε για να μοιράσει άλλη μια γύρα, στην πασιέντζα του κομπιούτερ.

«Και ποιος βλέπει; Όλο οι ίδιοι μαλάκες, όλο οι ίδιες μαλακίες…»

Ο διοικητής χαμογέλασε.

«Πάλι πασιέντζες ρίχνεις; Δε γυρίζει πίσω, ρεεε! Πάρ΄ το χαμπάρι και περπάτα μπροστά»!

Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε σκεφτεί να ρίξει πασιέντζες για να δει αν η αγαπημένη του γυναικούλα θα επέστρεφε. Όχι ότι την είχε ξεχάσει, ίσα-ίσα. Όμως δεν πίστευε ότι οι πασιέντζες, τουλάχιστον οι ηλεκτρονικές, θα του έδιναν απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα. Κοίταξε το διοικητή του και, με δήθεν σοβαρό ύφος, ρώτησε:

«Λες να πάω σε καφετζού»;

«Λες να είσαι μαλάκας; Ε, ρε, καημένε Καραμήτρο! Πού πα ρε…;»

«Σε είχα για σοβαρό άνθρωπο. Πίστεψες ότι θα πάω σε καφετζού»;

«Τι να πω ρε συ… Κι εγώ για σοβαρό άνθρωπο σε είχα, αλλά τρεις μήνες τώρα που η κυρία που έσταζε για σένα μέλι, έγινε κυρία δε με μέλει και την έκανε, να κόψει ρόδα μυρωμένα, ανθούς και πασχαλιές, είσαι καρφωμένος στην καρέκλα και παίζεις πασιέντζες. Κι από δουλειά, σκατά»!

«Και τι θες να κάνω ρε Μίλτο; Εδώ είναι το Ανθρωποκτονιών. Να πάω να σκοτώσω καναδυό, να κάνουμε σεφτέ; Δε λες πάλι καλά που είμαστε έτσι ήσυχα»;

Τον υπέροχο διάλογό τους σταμάτησε η μοτορόλα που ήταν σε μια γωνία:

«Ο Σ 32 ακούει; Έχουμε Ε 8 στο Κερασοχώρι. Γενναδίου 35, Ε8. Διενεργήστε ένα 13 με το κέντρο».

Προσπάθησε να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. «Σ 32 είναι ο διοικητής του, ο επικεφαλής του Ανθρωποκτονιών. Ε 8 είναι δολοφονία. Καλά, Κερασοχώρι και Γενναδίου θα τα βρούμε, δεν είμαστε και ταξιτζήδες», σκέφτηκε. «Και ένα 13, σημαίνει πάρε το κινητό σου και τηλεφώνησε στο κέντρο, να μάθεις λεπτομέρειες, να μην ακούν και οι δημοσιογράφοι», ολοκλήρωσε τη σκέψη του. Γύρισε το κεφάλι του στο διοικητή του:

"Δεν έτρωγες έναν κουβά σκατά ρε Μίλτο; Δολοφονία ήθελες; Ε, πάρε τη δολογονία σου. Άντε, τηλεφώνα να ξεκινήσουμε"


Συνεχίζεται

Σχόλια

Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
E 13 είναι η ανθρωποκτονία... u should know better ;-) Όχι να συγχέουμε τις κλοπές με τις ανθρωποκτονίες...
Ο χρήστης diastimata είπε…
Τι έγινε Νοέμβριε; Το παίζουμε anonymous τώρα; Και το ένα δεκατρία τι είναι;
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
ε, καλά, με κατάλαβες, είναι ανάγκη να με δίνεις στυγνά; 1 13 είναι αυτό που γράφεις: Πάρε τηλέφωνο γιατί ο "αέρας" είναι επισφαλής.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ