Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κυριάκος


Τον είχε βγάλει Κυριάκο. Είχε γεννηθεί Κυριακή. Έτσι έκανε ο παππούς. Την αγελάδα, την είχε βγάλει Παρασκευούλα –εκείνη είχε γεννηθεί Παρασκευή. Το γάιδαρο Τέταρτο. Και τη μάνα του Κυριάκου, Δεύτερη.

Ο Κυριάκος ήταν άλογο. Ένα πανέμορφο κόκκινο άλογο, με μια άσπρη γραβάτα στη μούρη. Πανύψηλο. Θύμιζε άλογο αγώνων. Αλλά είχε γεννηθεί σε ένα χωριατόσπιτο, έξω από τη Θεσσαλονίκη.

Εκείνος, με τα άλογα είχε μανία. Όχι απλή αγάπη. Μανία, πραγματική. Έβλεπε άλογο κι ήθελε ν΄ ανέβει επάνω. Περίμενε, το σούρουπο, στην άκρη του χωριού, να επιστρέψει ο παππούς από το μποστάνι, ή το αμπέλι, να τον πάρει με τα τραχιά χέρια του και να τον βάλει πάνω στην πλάτη της Δεύτερης, που έσερνε το κάρο, γεμάτο με φρούτα καλοκαιρινά.

Με το που γεννήθηκε ο Κυριάκος, πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, ήταν όλο στο ντάμι. Εκεί που το μικρό αλογάκι έδινε τη μικρή του μάχη να κρατηθεί στη ζωή. Γιατί εκείνα τα χρόνια, ήταν δύσκολο να κρατήσεις ζώα. Ο κτηνίατρος περνούσε μια στις τόσες, για να εξετάσει τα κοπάδια και τις αγελάδες, σε πρώτη φάση. Έτσι, τα καημένα τα νεογέννητα που προορίζονταν για υποζύγια, πέθαιναν, πολλές φορές, στα χέρια των ιδιοκτητών. Κι εκείνοι, με μάτια δακρυσμένα, όχι για το συνεργάτη που έχαναν, αλλά για την ψυχούλα που δεν τα κατάφερνε, τα φόρτωναν στο κάρο και πήγαιναν να τα θάψουν κατά το μεγάλο λιβάδι.

Εκείνο το λιβάδι είχε γίνει νεκροταφείο αλόγων και γαϊδάρων. Κι όποτε περνούσαμε από εκεί, είτε με το κάρο είτε με τα πόδια, νόμιζε ότι άκουγε χλιμιντρίσματα και γκαρίσματα. Κι ήταν, λοιπόν, μεγάλος ο φόβος του μην τυχόν και καταλήξει εκεί ο Κυριάκος.

Μεγάλωναν μαζί. Αγκαλιά. Κι ονειρευόταν τη μέρα που ο Κυριάκος θα μπορούσε να τον σηκώσει στην πλάτη του. Μόνον που, όταν ήρθε εκείνη η ώρα, ο Κυριάκος είχε γίνει… μεγάλος τζαναμπέτης. Κανέναν δεν ήθελε πάνω του. Περήφανο άτι γεννήθηκε, περήφανο άτι ήθελε να πεθάνει.

Ο μόνος που τον κατάφερνε, ήταν ο παππούς. Άλλος κανείς δεν μπορούσε μήτε να τον καβαλήσει, μήτε να τον ζέψει στο κάρο. Ο παππούς, όμως, εκείνος ο κοντούλης, γυρτός από τα βάσανα και την κούραση της ζωής, κοντοκουρεμένος, γαλαζομάτης, αδύνατος άνδρας, έκανε τον Κυριάκο, το άτι, γατάκι που χουρχούριζε…

Η σχέση τους, βέβαια, είχε περάσει από σαράντα κύματα. Και τις κλωτσιές του είχε φάει ο παππούς και στο χώμα βρέθηκε, από την πλάτη του Κυριάκου και το κάρο δεν μπορούσε να σταματήσει και του ‘μεινε κομματιασμένο, έτοιμο για καυσόξυλα, μια Παρασκευή βράδυ, από την πιλάλα του κοκκινοτρίχικου αλόγου. Αλλά, στο τέλος, ο Κυριάκος, είχε γίνει γατούλα που έτρωγε τα καρότα του από το χέρι του παππού.

Εκείνος είχε καταφέρει μόνο να τον ταΐσει μήλα. Στα μήλα, ο Κυριάκος… χουρχούριζε κι όλας. Αλλά να τον ανέβει και να ξεχυθεί στα χωράφια, όπως ονειρευόταν, δεν τα κατάφερε. Ούτε αυτός, ούτε κανένας άλλος.

Ήταν Κυριακή πρωί, όταν πέρασε, από το χωριό, εκείνος ο μυστήριος τύπος. Είδε το άλογο και πλησίασε τον παππού.

-Πόσα θέλεις να μου το πουλήσεις;

-Δεν τον επουλάω…

-Και τι θα τον κάνεις, ρε γέρο;

-Ό,τι θέλω, μαθές. Μαζί του θε να πεθάνω, αλλά δεν τον επουλάω…

Ο μυστήριος έφυγε. Κι ο παππούς συνέχισε να ξύνει το τρίχωμα του Κυριάκου, με τη βούρτσα.

Το ίδιο βράδυ, βράδυ Κυριακής, ξέσπασε φωτιά στο στάβλο. Ο Κυριάκος, κλεισμένος μέσα στο δικό του χώρο, δεν κατάφερε να σπάσει την πόρτα, παρά το ότι κλωτσούσε με όλη του τη δύναμη. Κάηκε ζωντανός.

Από τότε, ο παππούς, δεν ξαναπήρε άλογο. Έλεγε συνέχεια ότι ήταν πολύ αδύναμος για να το κουμαντάρει. Με έναν γάιδαρο έμεινε, που τον ονόμασε Μέντιο, χωρίς φαντασία και χωρίς να λογαριάσει τη μέρα που γεννήθηκε. Ούτε ονομάτισε ξανά ζωντανό του με βάση τη μέρα που γεννήθηκε. Κι ένα σκυλί, που ήρθε στην αυλή του και το περιμάζεψε, κοντοπόδαρο και βρομερό, που έμοιαζε με παραπεταμένη σφουγγαρίστρα, το ονόμασε Λάσι, σαν το κόλεϊ-σταρ.

Εκείνος, δεν ξαναπλησίασε άλογο. Μόνον όταν γεννήθηκε η κόρη του –κι έβλεπε στα μάτια της να ΄χει την ίδια λαχτάρα με αυτόν, δεν της χάλασε το χατίρι και την ανέβαζε στα πόνι. Κι αργότερα, σε μια εκδρομή τους, σε ένα κανονικό άλογο κούρσας. Και μια μέρα, που ήταν μέρα Κυριακή, κι η μικρή επέμενε, της είπε:

-Όχι σήμερα...

Σχόλια

Ο χρήστης An-Lu είπε…
Για κακή μου τύχη, το τελευταίο άλογο το έδωσε ο παππούς μου λίγα χρόνια πριν γεννηθώ...
Ο χρήστης NinaC είπε…
:)

Εμείς τα ζώα μας, εκτός από το τελευταίομ τον Γάτη μας, τα ονομάζαμε σύμφωνα με το όνομα που γιόρταζε τη μέρα που τα παίρναμε ή τα βρίσκαμε. Μερικά ήταν αρετά πρωτότυπα, όπως το Τερέντιος...
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Τα λατρεύω τα άλογα...αν και-ακόμη-δεν έχω έρθει σε "επαφή" με κανένα...
Με συγκίνησες σήμερα...
Ο χρήστης Κωστής Γκορτζής είπε…
Μπράβο του παππού σου. Κοίτα να 'χρησιμοποιήσεις' τα γονίδια κι εσύ αγαπώντας τα ζώα. Ιδίως αυτά.
Ο χρήστης Кроткая είπε…
σνιφ!!!
Ο χρήστης ONOMATODOSIA είπε…
ομορφα ζωα.ωραιος ο παππους.
λυπητερο το ποστ...


τι ειναι το νταμι;
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ An Lu

Κρίμα... Είναι υπέροχο συναίσθημα. Πάνω στο άλογο βρίσκεσαι ψηλά, ελεύθερος και ταυτόχρονα σε επαφή με ένα πλάσμα υπέροχο, που σε ακούει και πρέπει να το εμπιστευτείς. Πάνε σε κάποιον όμιλο, χάιδεψέ τα, τάισέ τα και κάνε μια βόλτα...

@ Composition doll

Κι αν βρίσκατε γάτο αρσενικό του Αγίου Παχουμίου; Ή, ακόμη χειρότερα, του Τατιανού μάρτυρος; Ή Ζηνόβιο (γιορτάζει 30 Οκτωβρίου).

@ evelina

Βρες μια ευκαιρία, για να βρεθείς κοντά σε κάποιο άλογο. Στην περιοχή σου έχει κάποιες μονάδες, από ότι ξέρω, για ερασιτέχνες.

@ imiaimos

Αν εξαιρέσεις τα ποντίκια, με ΟΛΑ μα ΟΛΑ τα άλλα ζώα, έχω καλές σχέσεις. Ειδικά με τους ανθρώπους.
;-)

krotkaya

Αγαπητή μου, ήμουν αρκετά μεγάλος (και χοντρόπετσος) όταν έγινε. Μέσα στη νύχτα πήρα το αυτοκίνητο και πήγα. Τελικά, δεν κατάφερα να φθάσω ως εκεί. Σταμάτησα στην άκρη του δρόμου, βγήκα έξω, κάθισα κάτω κι έκλαιγα. Ξαναπήγα στο χωριό μετά από τρεις μήνες. Αφού είχαν γκρεμίσει το στάβλο.

@ onomatodosia

Χαίρομαι που σε άγγιξε. Το ντάμι είναι ο στάβλος (σμυρνέικη γλώσσα).
Ο χρήστης Κωστής Γκορτζής είπε…
Να μού 'λεγες τα φίδια πάει κι έρχεται. Τα ποντικάκια τι σου φταίξανε; Προβλέπω να καταφθάνει ο mickey και να σε μαλώνει! :)

Ο παππούς πάντως, λεβεντιά. Και ΠΙΣΤΟΣ στον φίλο του.
Ο χρήστης AVRA είπε…
καλημερα

αν και δεν εχω ανεβει ποτε πανω σε αλογο , με γοητευει ιδιαιτερα η ιδεα.Φανταζομαι οτι η αισθηση ελευθεριας και δυναμης θα ειναι απιστευτη, ετσι?
Ο χρήστης iris είπε…
αχ, αγάπες που είναι γεματος ο κόσμος. Αλλά και κακίες. Λυπητερό ποστ.
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ avra

Καλημέρα και σε σένα. Η αίσθηση αυτή δεν περιγράφεται με λόγια. Προτείνω ανεπιφύλακτα με την πρώτη ευκαιρία, να το τολμήσεις.

@ iris

Αγάπες και κακίες, μαζί, με μικρές κακίες μέσα στις μεγάλες αγάπες και μικρές αγάπες μέσα στις μεγάλες κακίες.
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ imiaimos

Τα ποντίκια τα τρέμω! Βάλε με σ΄ ένα κλουβί με μία τίγρη. Δε με ενδιαφέρει. Θα πω "θα το παλέψω". Εμφάνισέ μου ένα ποντίκι σε απόσταση 200 μ. και είμαι ικανός να το βάλω στα πόδια.

ΥΓ. Τον Μίκυ δεν τον χώνευα ποτέ. Ήμουν πάντα οπαδός του Ντόναλντ. Ζήτω η Λιμνούπολη, κάτω το Μίκυ Σίτυ.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ