Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πρώτη μέρα στο σχολείο


Ποτέ δεν είχα καλή σχέση με τα ξυπνητήρια. Είτε με τρόμαζαν και πεταγόμουν, αλαφιασμένος, από το κρεβάτι, είτε δεν τα άκουγα –ανάλογα με το τι είχα κάνει το προηγούμενο βράδυ.
Αυτό το συγκεκριμένο ξυπνητήρι, όμως, ήταν διαφορετικό. Το άκουσα και δεν με τρόμαξε. Μου δημιούργησε έντονο πονοκέφαλο. Σηκώθηκα με τα χίλια ζόρια κι έψαξα τις παντούφλες μου. Βλέπετε, ο πατέρας μου είχε, ως παιδί της Κατοχής, την εντύπωση πως όταν περπατάς ξυπόλητος στα ξύλινα πατώματα του τετάρτου ορόφου πενταόροφης οικοδομής υπάρχει περίπτωση να πάθεις κρυοπαγήματα και να στα κόψουν και τα δυο (τα πόδια) από τη ρίζα. Από το να ακούω, λοιπόν, επί μισάωρο «πάλι ξυπόλητος περπατάς; Δεν έχεις παντούφλες εσύ; Έτσι κάνεις και τη μισή σχολική χρονιά θα είσαι άρρωστος… Παιδί είσαι εσύ; Όλα τα παιδιά τριγυρνάνε με τις παντούφλες τους. Μόνον εσύ είσαι σαν τον τσιγγάνο στο τσαντίρι. Πού τα είδες αλλού αυτά; Έτσι κάνουν οι φίλοι σου; Όταν κάνεις εσύ παιδιά και πληρώνεις εσύ φάρμακα και γιατρούς, να τα αφήνεις να κυκλοφορούν χωρίς παντούφλες» και άλλα σχετικά, τις βρήκα και τις φόρεσα.
Περπάτησα ως την κουζίνα. Πατέρας και μητέρα έπιναν τον καφέ τους.
-Για μένα δεν έχει;
-Έλα! Έλα! Παιδί πράμα να θες καφέ! Πού ακούστηκε; Φάε ένα μήλο. Θα σε κρατήσει περισσότερο.
Τελικά δεν τις γλίτωσα τις πατρικές συμβουλές. Το σκέφτεστε, τώρα, πρωί πρωί να τρως μήλο; Κι άντε, αν το μήλο είναι υποκατάστατο του καφέ, να το φας. Υποκατάστατο του πρώτου πρωινού τσιγάρου πού θα βρεις; Πάντως, αν υπάρχει κάτι σχετικό, να μου το πείτε, να το κόψω το ρημάδι.
Με τα χίλια ζόρια έφθασα ως την τουαλέτα. Πλύσιμο προσώπου, δοντιών, οδοντικό νήμα, διάλυμα, επί 30 δευτερόλεπτα (έλα αντέχεις! Είδες;), σκούπισμα, έξω. Και πάλι κουζίνα. Χυμός πορτοκάλι. Δυο γουλιές. Γραμμή για το δωμάτιο. Ρούχα.
Γαμώ το! Τι φοράνε πρώτη μέρα; Μαύρο τι σερτ και τζιν για ρούχα, εντάξει. Αξεσουάρ; Το δερμάτινο με τα καρφιά στον δεξί καρπό; Τις χορδές της κιθάρας; Ή το δερμάτινο κορδόνι με τις χάντρες; Πρόβλημα.
Διάλεξα τις χάντρες. Έχει και μια μπλε, για το μάτιασμα. Πρόχειρο τετράδιο στην κωλότσεπη, διπλωμένο στα δυο. Στυλό, στην άλλη τσέπη. Ρολόι στο δεξί. Σαν κόσμημα. Πρόχειρο χτένισμα, τζελ, λακ. Έτοιμος!
-Έλα δω! Έτσι θα φύγεις; Ένα φιλάκι στη μάνα σου για την καλή χρονιά;
-Έλα ρε μάνα! Δώδεκα χρόνια τώρα δε βαρέθηκες;
Άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω, ενώ εκείνη με σταύρωνε καθώς κατέβαινα τις σκάλες. Μαρτύριο οι πολυκατοικίες χωρίς ασανσέρ…
Στο δρόμο, από κάθε γωνία ξεπρόβαλε κι άλλος φίλος. Πιο κάτω ο κολλητός. Περίμενε, με το τσιγάρο στο στόμα, ακουμπισμένος, με την πλάτη, στην κολώνα. Άσπρο φαρδύ πουκάμισο, τζιν, φουλάρι.
-Τι έγινε;
-Τι να γίνει…
-Ντάξει;
-Ντάξει…
-Η Δώρα;
-Χάλια ήταν χθες. Δεν έβλεπε μπροστά της. Αφού δεν το σηκώνει, τι σκατά το πίνει; Η δικιά σου;
-Γερό ποτήρι. Εγώ πιο ζαλισμένος ήμουνα…
-Πώς πίνει έτσι ρε μαλάκα… Σα νεροφίδα.
-Κι εσύ πού το ξέρεις ρε μαλάκα; Έχεις δει νεροφίδα;
Γέλια, ο ένας σπρώχνει τον άλλον, περπάτημα αργό. Αργό, γρήγορο, το ίδιο αποτέλεσμα είχε: αυλή σχολείου. Ψηλά κάγκελα, γκρι κτίριο, πολλά γκράφιτι, δεκάδες συνθήματα –τα περισσότερα αθλητικού περιεχομένου- κι αναρχικά τσιτάτα (άλλη δουλειά δεν είχε ο Χρήστος, είχε γεμίσει τον τόπο με τον μαύρο μαρκαδόρο). Τσάτσοι, ρουφιάνοι, μαλάκες, κολλητοί, φιλαράκια, απλοί γνωστοί. Γκόμενες, καλές, χάλια, πολύ καλές, μανεκένε, απλησίαστες. Όλοι μαζί, ο ένας δίπλα στον άλλον, στην ίδια αυλή.
Κουδούνι. Άδειασμα στο στομάχι. Πάλι τα ίδια –άντε, για τελευταία χρονιά. Να πιάσουμε τη βάση, να πάμε παραπάνω, να περάσουμε σε καμία πόλη σε απόσταση 300 χιλιόμετρα και βάλε, μπας και κάνουμε ζωή. Γιατί αν μείνουμε στη Θεσσαλονίκη, τη βάψαμε. Πού να σ αφήσουν να πιάσεις σπίτι. Θα γλεντάνε οι άλλοι κι εσύ θα δίνεις αναφορά μέχρι το πτυχίο.
-Ρε, πού είναι το Γ1;
-Εδώ!
-Εδώ είναι το Γ2. Να πάτε αλλού, μην έχουμε τσαμπουκάδες από την πρώτη μέρα…
-Σιγά ρε ζόρικε. Πάρε λίγο πιο κει τη μαγκιά να χωρέσουμε…
-Κοίτα, σε γαμάω εσένα.
-Μάζεψέ την ρε, μην την πατήσουμε…
-Ρε Μιχάλη…; Αυτό το μαλακό που πατάω η δικιά σου είναι;
-Ρε συ, μη γαμάς τόσο πολύ, θα στραβοψωλιάσεις!
Φωνές, χάχανα, σπρωξίματα. Κάποιες το παίζουν άνετες. «Ούούού», κάνουν, δήθεν εντυπωσιασμένες.
-Τι μαλάκες είστε!
-Ντάξει ρε Κάτια. Πώς κάνεις έτσι.
-Όλο με τους πούτσους σας ασχολείστε.
-Και με τι να ασχοληθούμε, με τον δικό σου;
Πάλι γέλια, πάλι σπρωξίματα. Η Κάτια τα ΄χει πάρει –κι έχει και βαρύ χέρι. Ευτυχώς βγαίνουν οι καθηγητές κι ο Λύκος. Παίρνει το μικρόφωνο.
-Σκασμός! Να κάνουμε τον Αγιασμό, να μπείτε στις αίθουσες. Θα πάρετε βιβλία και πρόγραμμα. Άντε, καλή σχολική χρονιά…
-Μπα! Ήρθαν τα βιβλία; Στο Σουφλί δεν πήγαν ακόμη.
-Παναγιωτογιαννάκη, άρχισες τις εξυπνάδες; Σε βλέπω με Κοσμία και φέτος…
-Μια πλάκα κάναμε κύριε λυκειάρχα…
-Καλά, καλά. Λοιπόν, αγιασμός…
Η σειρά των παπάδων. Πώς το είχε γράψει ο Νίκος Δήμου; Όλοι οι λαοί έχουν θρησκείες. Εμείς έχουμε παπάδες. Σοφόν!
Τέλος κι ο αγιασμός. Πάμε στις αίθουσες. Με το γνωστό βαριεστημένο βάδισμα, αλλά οι φωνές… καμπάνες. Και μόλις μπεις μέσα, άλλο άγχος: Σε ποιο θρανίο και με ποιόν;
-Αθανασίου, σήκω!
-Γιατί ρε; Την αγόρασες την καρέκλα;
-Γιατί πίσω κάθομαι εγώ με τον Ακσελή.
-Ωχ μωρέ! Κάθε χρόνο τα ίδια… Πάλι μπροστά θα με στείλετε…
-Κάτσε με τον Γιάντση…
-Αυτός κάνει μπάνιο κάθε Σάββατο. Για μαλάκα μ΄ έχεις;
Τέλος πάντων, βρήκαμε τη θέση μας (πάνω κάτω την ίδια, από την πρώτη γυμνασίου). Κι έπειτα, ήρθε εκείνη…
Ξανθιά, ψηλή, φούστα μίνι, σανδάλια…
-Όπα! Τι είναι αυτό;
-Με λένε Χαρούλα Βεϊνόγλου. Μαζί θα κάνουμε ιστορία. Είμαι η υπεύθυνη τμήματος.
-Πλάκα μου κάνεις!
-Δεν σε κατάλαβα…
-Άσε, θα καταλάβεις…
Γέλια από τους υπόλοιπους.
-Εσύ είσαι ο έξυπνος της τάξης;
-Όχι. Έχει πιο έξυπνους. Εγώ είμαι ο ωραίος!
-Καθρέφτη έχεις στο σπίτι σου;
-Αμέ…
-Ε, να τον κοιτάς καμία φορά.
-Ουουουου
-Έλα, έλα, ησυχάστε όλοι τώρα… Λοιπόν, ωραίε. Πάρε και τον διπλανό σου, τον άσχημο και πηγαίνετε στο γυμναστήριο. Θα σας δώσουν τα βιβλία, να τα μοιράσετε. Μαζί τους εσύ κι εσύ…
Κόλαση. Χέρια σηκώνονται στο πιτς φιτίλι.
-Κυρία κι εγώ!
-Κι εδώ!
-Όλο αυτοί πηγαίνουν! Κι εμένα! Πού να τα φέρουν μόνοι τους όλα…
Πήρα τα βιβλία στα χέρια μου. Το άνοιξα στη μέση. Το μύρισα. Αυτή η μυρωδιά…
-Ρε συ… Τι βιβλίο είναι αυτό; Ιστορία… Πω πω… Ολόκληρο τούβλο.
Πίσω στο σπίτι. Τελευταία χρονιά. Θα περάσω; Κι αν ναι, θα περάσω μακριά; Κάθισα στο γραφείο. Κοίταξα το ημερολόγιο. Δευτέρα, 12 Σεπτεμβρίου, 1980…

Σχόλια

Ο χρήστης marl(t) είπε…
αχ, άσε δράμα...Κάθε χρόνο τέτοια εποχή με πιάνει άγχος που ανοίγουν τα σχολεία...άσχετα που έχω κλείσει το σχετικό κεφάλαιο εδώ και κοντά μια δεκαετία
Ο χρήστης diastimata είπε…
Το μεγάλο σοκ το είχα υποστεί όταν άνοιξε το STAR (το γνωστό κανάλι). Αν θυμάσαι, είχε σειρές του στιλ "Μάχη", "Μπονάντσα", "Χαβάη 5-0" κι άλλα τέτοια που βλέπαμε στο δημοτικό. Τα έβλεπα και σκεφτόμουν ότι έπρεπε να κοιμηθώ νωρίς, γιατί πρώτη ώρα την επομένη είχαμε τριγωνομετρία...
Ο χρήστης Кроткая είπε…
το 1980 πήγατε Γ Λυκείου; Πωπωωωωωω!!!

Τι μου θυμήσατε πάντως! Τον χημικό μου στη Β Λυκείου!
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ krotkaya

Αγαπητή Βελγίς
παράκλησις θερμή: Κόψτε τον πληθυντικό. Θα με υποχρεώσετε...
Υπόσχομαι να τον κόψω κι εγώ αμφοτέρους, πληθυντικόν και καθαρεύουσαν
(όχι τίποτε άλλο, δηλαδή, αλλά αίφνης ησθάνθην ως ραμολιμέντον συχνάζων εν ΚΑΠΗ της επαρχίας)

;-)
Ο χρήστης diastimata είπε…
Εννοείτε ότι η καθαρεύουσα θα επιστρέψει εντός 48 ωρών...
Ο χρήστης marl(t) είπε…
Ναι και δε βοηθάει επίσης και η εμμονή του mega να βάζει συνεχείς επαναλήψεις του Pετιρέ. Έχω κολλήσει στα τέλη των 80's εντελώς. Άσε που δεν βλέπω την ελληνική πραγματικότητα να έχει αλλάξει και πολύ από τότε που η Γιουλάκη φορούσε πουκάμισα με βάτες. Επίτηδες το κάνουν δεν είναι τόσο αθώο το Ρετιρέ. Είναι μια χρονοπύλη...
Ο χρήστης diastimata είπε…
@maroulitaaa

Σκουληκότρυπα θα έλεγα. Οι ηθοποιοί, μετά τη συμμετοχή τους στο συγκεκριμένο σίριαλ εξαφανίστηκαν δια παντός! Ή αποφάσισαν να αποχωρήσουν στον κολοφώνα της δόξας τους, ή τους κατάπιε ο Δαλιανίδης ως νέος Κρόνος που τρώει τα παιδιά του.
Ο χρήστης Кроткая είπε…
Οκ, έγινε. Κόβουμε και πληθυντικούς και καθαρεύουσα, αν και εμένα μου αρέσουν και τα δύο, δίνουν έναν αέρα αριστοκρατίας, σεβασμού, ανωτερότητας... μπλα μπλα μπλα!

Και πώς να σε λέω δλδ, "ρε φιλάρα";
Ο χρήστης Кроткая είπε…
"όχι τίποτε άλλο, δηλαδή, αλλά αίφνης ησθάνθην ως ραμολιμέντον συχνάζων εν ΚΑΠΗ της επαρχίας"

ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!!

ε, όχι και της επαρχείας! Και της συμπρωτεύουσας καλά είναι!
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ krotkaya

Αγαπητή, μην ανησυχείς. Είπαμε ο πληθυντικός και η καθαρεύουσα κομμένα για 24 ώρες. Έτσι, όσο θα χρειαστεί για να ξεπεράσω τα πρόσφατα (10 Σεπτεμβρίου) γενέθλιά μου. Αμέσως μετά θα επιστρέψουμε στο ελεγκάνς στιλ
Ο χρήστης Alexandra είπε…
η κοινή μνήμη έχει και κοινές μυρωδιές, όπως το καινούργιο βιβλίο του σχολείου...

ελληνική πραγματικότητα αφηγήθηκες... άλλες γενιές.
Ο χρήστης Кроткая είπε…
χρόνια πολλά λοιπόν, μικρό παιδί!! έστω και με μικρά καθυστέρηση!! :ΡΡΡ

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ