Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Il compadre


-Καλημέρα κουμπάρε…
Έφτυσα τον κόρφο μου! Είναι μέρες, τώρα, να σηκώνεις το κινητό και να ακούς κάποιον να σε αποκαλεί κουμπάρο; Κι ας είναι κι ο άνθρωπος που του βάπτισες το παιδί.
-Καλά, τρελός είσαι;
-…
-Τι λόγια είναι αυτά; Δεν ξέρεις ότι μπορεί να μας παρακολουθούν;
Θα ήθελα πολύ να ήταν βιντεοκλήση, να έβλεπα τα μούρτα του Σωκράτη –του κουμπάρου. Θα πρέπει να ήταν αποσβολωμένος, σοκαρισμένος. Μπορεί και να κούνησε κάνα δυο φορές το κινητό, να διαπιστώσει αν χάλασε ή αν αυτά που άκουγε ήταν πραγματικότητα. Τελικά αποφάσισε να μου μιλήσει. Αλλά το επαναδιέπραξε το σφάλμα.
-Ρε κουμπάρε… Τι μαλακίες είναι αυτές που μου λες;
Έγινα Τούρκος. Αν ήταν άλλος, θα του είχα κλείσει το τηλέφωνο. Αλλά επειδή στο Σωκράτη, πέρα από την κουμπαριά, είχα και μία άλφα (για να μην πω βήτα και γάμα μαζί) υποχρέωση, αποφάσισα –με βαριά καρδιά- να δώσω εξηγήσεις.
-Ρε Σωκράτη, εφημερίδες δε διαβάζεις; Τηλεόραση δε βλέπεις; Ραδιόφωνο δεν ακούς; Στο Ίντερνετ δεν μπαίνεις; Δεν έμαθες τι έγινε με τους κουμπάρους;
-Ναι ρε συ, διαβάζω εφημερίδες. Διάβασα για το νέο έρωτα της Γωγώς και το πού χάθηκε η Άννα μετά τον καταποντισμό. Είδα και τηλεόραση, για μια συγγραφέα που κάνει μάγια. Και ραδιόφωνο άκουσα, το καινούριο σουξέ του Νίνο. Στο Ίντερνετ είδα κάτι τσόντες. Δεν καταλαβαίνω… Τι σχέση έχουν όλα αυτά, με τις κουμπαριές;
Μπορεί ο Σωκράτης να μην καταλάβαινε, κατάλαβα, όμως, εγώ. Καμία σχέση δεν έχουν όλα αυτά με τις κουμπαριές. Γι αυτό και κανείς δεν έδωσε σημασία στον κουμπάρο του… κουμπάρου, που βοήθησε τον πρώτο ξάδελφο της ανιψιάς του θείου της συννυφάδας του πρώτου του ξαδέλφου, να γλιτώσει ένα καραγκαγκάν πρόστιμο από την επιτροπή Ανταγωνισμού. Γιατί οι μισοί Έλληνες ενδιαφέρονται για τα ξέκωλα και οι άλλοι μισοί για τους ξέκωλους.
Μισή ώρα μετά, ήρθε ένα δεύτερο τηλεφώνημα. Αυτήν τη φορά, από άνθρωπο που είναι «μέσα στα πράγματα». Τον Περικλή.
-Είδες, ρε, τι έγινε με τους κουμπάρους;
-Είδα… Άσε… Πράματα και θάματα!
-Ναι ρε γαμώ το. Και είδες ποιος ήταν μέσα στο κόλπο; Ο Παντελάκος… Που τον είχαμε στη σφαλιάρα στη νομική… Που κουβαλούσε τους κουβάδες στην οργάνωση, όποτε είχαμε αφισοκόλληση…
-Είχατε αφισοκόλληση. Εγώ ήμουν πάντοτε απέξω από αυτά…
-Ναι ρε, απολιτίκ… Άκου πράματα… Ο Παντελάκος!
-Ρε Περικλή, τι μέλλει γενέσθαι;
-Ξέρω κι εγώ… Αυτό που ξέρω είναι ότι, πάλι στην απέξω ήμασταν…
Έμεινα σαν τη γυναίκα του Λωτ. Στήλη (αν)άλατος –καθότι έχω πίεση και πρέπει να αποφεύγω τα αλμυρά. Το ζόρι του Περικλή ήταν που είχε μείνει εκτός σκανδάλου! Κι εκεί συνειδητοποίησα ότι οι μισοί Έλληνες ζηλεύουν τους άλλους μισούς, επειδή οι τελευταίοι κάνουν κομπίνες και κονομάνε!
«Τώρα το κατάλαβες», θα μου πείτε; Ξέχασες το νόμο του ΠΑΣΟΚ για τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων στους παραμεθόριους νομούς, που έκανε πλούσιους κάποιους οι οποίοι χρηματοδοτήθηκαν και, στη συνέχεια, έκλεισαν την επιχείρηση για να πάνε (την ίδια επιχείρηση) στο εξωτερικό; Ξέχασες τους αγρότες που γέμισαν τα φορτηγά των αποσύρσεων τσιμεντένια μπλόκια κι από πάνω μια στρώση ροδάκινα για να πάρουν, όσο το δυνατόν, μεγαλύτερη αποζημίωση; Αυτές ήταν κομπίνες όλου του κόσμου κι όχι των μεγάλων καρχαριών. Γιατί, όπως δείχνουν τα πράγματα, σ αυτόν τον τόπο οι ΚΑΙ μικροκομπιναδόροι έχουν ψυχή.
ΥΓ. Η φωτογραφία δεν έχει καμία σχέση με το κείμενο. Τοποθετήθηκε εκεί επί σκοπού: να αποκτήσει το ποστ περισσότερους αναγνώστες. Η τεχνική των μεγάλων καναλιών εισχώρησε και στο Ίντερνετ...

Σχόλια

Ο χρήστης Кроткая είπε…
πολύ φτηνός ο κράχτης, κουμπάρε!
μα, γιατί εντυπωσιάστηκαν όλοι τόσο πολύ από όλα αυτά; Εμένα μου φαίνονται εντελώς φυσιολογικά και συνήθη! έως τετριμμένα, μπορώ να σου πω!
Ο χρήστης vromogato είπε…
φτηνός αλλά καλούλης....
μερα σας...:)
Ο χρήστης diastimata είπε…
@krotkaya

Με ενοχλεί το ότι, σε αυτήν τη χώρα, αρχίσαμε να συνηθίζουμε παρόμοιες καταστάσεις.

@ vromogato

Απλώς καλούλης; Θείος (όχι ο Θείος Νώντας)
Ο χρήστης άσκεπος είπε…
Οφείλω να ομολογήσω ότι μου πήρε ώρα για να διαβάσω το (κατά τ'άλλα πολύ ωραίο) ποστ και όχι λόγω έκτασης. Είναι ο κράχτης, που λέγαμε...

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ