Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ανοίξαμε και σας περιμένουμε


Γιορτάζουμε. Ανοίξαμε και σας περιμένουμε. Η Θεσσαλονίκη έχει την τιμητική της. Βλέπετε, άνοιξε η ΔΕΘ.

Τι εστί ΔΕΘ; Θα μπορούσε να είναι ερώτημα στο e-leukoma. Αλλά δεν είναι. Είναι οι αναμνήσεις μας.

Φορούσα κοντά παντελονάκια. Κάναμε μπάνιο οικογενειακώς, στολιζόμασταν σαν τα καραβάκια που έκαναν το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη-Μπαχτσέ και παίρναμε το δρόμο για την «Έκθεση». Κουτσοί, στραβοί, στον Άγιο Παντελεήμονα.

Οι μεγάλοι το είχαν για διασκέδαση. Πώς πάνε οι νυν σαραντάρηδες στα μπουζούκια ν ακούσουν τη Βανδή κι αφήνουν τα πιτσιρίκια στις γιαγιάδες; Καμία σχέση. Τότε μας ζαλώνονταν λες κι ήμασταν αξεσουάρ και παίρναμε ομαδικώς το δρόμο για την «Έκθεση». Εμείς θα παίζαμε στο Λούνα Παρκ, θα τρέχαμε δεξιά κι αριστερά στα περίπτερα των διεθνών συμμετοχών και, όλοι μαζί, θα καταλήγαμε στις υπαίθριες μπιραρίες, για μαύρη μπίρα και… σάντουϊτς λουκάνικο.

Αγαπημένο περίπτερο, αυτό της ΔΕΗ. Είχε μακέτες… Στα μάτια μας, οι μακέτες των φραγμάτων των υδροηλεκτρικών σταθμών, έμοιαζαν με βάσεις εξωγήινων στον Άρη. Μισοκλείναμε τα μάτια και το ταξίδι άρχιζε:

“Space. The Final Frontier. This is the story of spaceship Entrerprise…”

Αυτή είναι η ιστορία του διαστημοπλοίου ΔΕΘ. Βόλτες στα περίπτερα και αγορές. Οι πιο τυχεροί όλο και κάτι θα έβαζαν στην τσέπη. Θυμάμαι ακόμη τη μέρα που πήρα (από την Έκθεση) το πρώτο μου τάκα τάκα.

Παρένθεση: Για τους νεώτερους, το τάκα τάκα ήταν το πλέον σπαστικό παιχνίδι της εποχής. Ήταν δυο μπαλάκια, δεμένα μ ένα κορδόνι. Έπιανες το κορδόνι από τη μέση, κουνούσες το χέρι κάθετα και συνεχόμενα και τα μπαλάκια χτυπούσαν το ένα το άλλο, κάνοντας… τάκα τάκα! Θαύμα! Τα μπαλάκια πήγαιναν πάνω κάτω και το τάκα τάκα έσπαγε άλλα μπαλάκια. Από αυτό το παιχνίδι προέκυψε και το αλήστου μνήμης σουξέ της εποχής «Τάκα τακατάκα τακατάκα τα, καρδιά μου πως χτυπά». Το τραγούδησε, με φοβερή επιτυχία, ο Δάκης. Εμ, έτσι είναι. Τότε βγαίνανε τραγούδια με ποιότητα. Κλείνει η παρένθεση.

Θα μου πείτε τώρα: Αυτό ήταν ρε φίλε η Έκθεση; Όχι. Ήταν και οι ακροβάτες. Σχοινοβάτες, ξυλοπόδαροι, άνθρωποι που κατάπιναν φωτιές και ξίφη. Μέσα στους δρόμους της ΔΕΘ δίνονταν συνέχεια παραστάσεις. Κι ήταν κι ο Σπαθάρης. Κάθε χρόνο. Κάθε μέρα, δύο παραστάσεις. Κι εμείς, με τα κοντά παντελονάκια, στηνόμασταν κατάχαμα μπροστά στον μπερντέ, οκλαδόν, να ακούμε τα αστεία του Καραγκιόζη, να μετράμε τις φάπες που έριχνε ο Μπαρπαγιώργος στον Βεληγκέκα, να γελάμε με τα καψόνια στον Πασά και τη Βεζυροπούλα, να φωνάζουμε να φύγει το φίδι και να το σκοτώσει ο Μεγαλέξανδρος και να τραγουδάμε μαζί με τον Σιόρ Διονύσιο και τον Ονούφριο Μορφονιό.

Τέλος, ήταν τα πυροτεχνήματα. Μαζευόμασταν, τη μέρα των εγκαινίων, στο σπίτι της θείας μου της Μαριάνθης. Που έμενε στη Δελφών και από την ταράτσα της έβλεπες το λιμάνι. Με το που τελείωνε ο πρωθυπουργός τα εγκαίνια κι έλεγε: «Κηρύττω την έναρξη της εφετινής Διεθνούς Εκθέσεως» (ατάκα την οποία οι πρωθυπουργοί από τον Ανδρέα και μετά την ξεχνάνε –κι απορώ πώς γίνεται η έναρξη αφού την ξεχνάνε οι πρωθυπουργοί), μπάμπα μπούμπα τα πυροτεχνήματα. ΩΩΩΩΩ!!!!!!! ΑΑΑΑΑ!!!!!! Κράζαμε όλοι από τις ταράτσες. Και περιμέναμε το τελευταίο – το μεγάλο.

Γέμιζε ο ουρανός χρώματα και φωτιές. Γέμιζαν τα μυαλά μας όνειρα. Καρφώναμε τα μάτια στον ουρανό, να τα δούμε όλα. Σηκωνόμασταν στα ακροδάχτυλα των ποδιών, να δούμε και τη «βροχή», εκείνα τα πυροτεχνήματα που δεν πήγαιναν ψηλά, αλλά φώτιζαν συνεχόμενα, κοντά στο έδαφος.

Κάποια χρονιά, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ(του Ανδρέα), αποφάσισε να αλλάξει το χαρακτήρα της Έκθεσης. Να σταματήσει να είναι πανηγυράκι και να μείνει οικονομικό πάρε δώσε. Ήταν πάλι το ΠΑΣΟΚ (του Σημίτη αυτήν τη φορά) που αποφάσισε να ξαναφέρει ακροβάτες και ταχυδακτυλουργούς, μπας κι επιστρέψει η αίγλη κι ο κόσμος, με τα ακροβατικά και τη μαύρη μπίρα.

Εφέτος η έκθεση είχε πολλά πυροτεχνήματα. Και κτίρια της Θεσσαλονίκης που φωτίστηκαν με τα πρόσωπα καλλιτεχνών. Από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, ως τη Δήμητρα Γαλάνη. Είχε και μπίρα. Και λουκάνικα. Και κυβερνητικές υποσχέσεις κι εγκαίνια έργων. Από όλα είχε. Είχε, όμως και ΠΑΟΚτσήδες. Αλλά γι αυτούς, θα πω πολλά, εκεί που πρέπει: greek-football.blogspot.com

Όσο για τις υποσχέσεις, αύριο. Σήμερα είναι η μέρα του διαστήματος της φαντασίας. Η πραγματικότητα ας περιμένει.

Σχόλια

Ο χρήστης Alexandra είπε…
είχα έρθει με την οικογένειά μου στη Θεσ/νίκη χρόνια πριν... όπως την περιέγραψες ήταν... καλημέρα!
Ο χρήστης Кроткая είπε…
εξαιρετικό! μου δωσατε μια εντελώς άλλη διάσταση για την ΔΕΘ. Και δεν αστειεύομαι!

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ