Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η παράστασή μας έλαβε τέλος...


...αβάντι μαέστρο, έναν Καλαματιανό!
Κι έπιανε, με το μακρύ του χέρι, το Κολητήρι, με το άλλο, το μόνιμα κολλημμένο στα πλευρά τον Χατζηαβάτη, κρατούσε τη δέουσα απόσταση από τον μπάρμπα του το Γιώργο (γιατί το χέρι του βλάχου ήταν βαρύ) κι έριχνε έναν χορό. Τσαλακώνοντας την παροιμία που θέλει το νηστικό αρκούδι, να μη χορεύει.
Το βράδυ του Σαββάτου έριξε τον τελευταίο του χορό. Έπιασε, από το χέρι, τον ήρωά του, αυτόν που του έδινε ζωή και φωνή πίσω από τον μπερντέ, έπιασε με το άλλο το Θεό και χόρεψε. Χόρεψε τον τελευταίο του Καλαματιανό. Από δίπλα, σιγοντάριζε το Κολητήρι, ο σιορ Διονύσιος, ο Σταύρακας, ο Μορφονιός. Παραμέρισε ο Βεληγκέκας, κάθισε όρθιος δίπλα στον πασά κι άφησαν τον Ευγένιο να ρίξει αυτόν το χορό με τους ήρωές του. Εκείνο το βράδυ χόρευε η παρέα του Σπαθάρη. Κι οι κατακτητές, δεν είχαν θέση ανάμεσά τους.
Κι όταν τέλειωσαν τα όργανα, ο Ευγένιος, έκλεισε πονηρά το μάτι στη Βεζυροπούλα, αποχαιρέτησε την Καραγκιόζενα μ ένα φιλί στο μέτωπο κι έφυγε. Πήγε να συναντήσει το Μεγαλέξανδρο, που αναστήθηκε για να σκοτώσει το Καταραμένο Φίδι. Να στήσουνε στον παράδεισο μπερντέ, να ανάψουν τα φώτα και ν' ακουστεί εκείνη η υπέροχη μουσική κι η φωνή του ατέλειωτου Έλληνα:
"Ε, ρε γλέντια"!
Γλέντια ατέλειωτα θα κάνεις Ευγένιε στον Παράδεισο. Γιατί στον Παράδεισο βρίσκεσαι. Εκεί που μ΄ έστελνες παιδάκι, όταν, ανάμεσα σε παράσιτα, άκουγα από την Έδεσσα, με το λαμπάτο ραδιόφωνο Φίλιπς, το Ραδιοφωνικό Σταθμό Φωκίδας, κάθε βράδυ στις 7, με τις ιστορίες σου. Στον παράδεισο μ' έστελνες παιδάκι, όταν τρύπωνα από ένα χάσμα στην περίφραξη της Έκθεσης, κάθε Σεπτέμβριο, για να σε δω και να σ΄ ακούσω στη σκιά του Πύργου του ΟΤΕ. Στον παράδεισο μ΄έστελνες, όταν παιδάκι, έκοψα τις πρώτες μου φιγούρες, έστησα το σεντόνι στα πόδια του τραπεζιού, έβαλα από πίσω το φως του γραφείου μου (πήγαινα, ήδη, έκτη Δημοτικού) και φώναξα τη γειτονιά να τους παίξω το "Ο Καραγκιόζης Βαρκάρης".
Σ ευχαριστώ και -να ΄σαι σίγουρος- δε θα σε ξεχάσω.

Σχόλια

Ο χρήστης maya είπε…
τι λες τώρα ??????????

να κι ένα κακό που δεν βλέπω ειδήσεις !
δεν είχα ιδέα ότι έφυγε ο σπαθάρης ...
καλό ταξίδι ...


σε φιλώ
χχχχχχχχχχχχχχ
Ο χρήστης Αθανασία είπε…
Γειάσου φίλε...ναί κι εγώ λυπήθηκα πάρα πολύ που το άκουσα...έφυγε ο μεγαλύτερος ίσως έλληνας καραγκιοζοπαίχτης...εξαιρετικός... άφησε μεγάλο κενό,πίσω του..καλό του ταξίδι...ήρθα φίλε να σου πώ ότι απόδώ και πέρα θα με βρίσκεις εδώ-www.mikriahtida.wordpress.com ok;;;φιλάκια...
Ο χρήστης ONOMATODOSIA είπε…
εκανες τετοια? ωραια.

σ εμας ειχε ερθει στο δημοτικο στη γερμανια απ οτι μου πε η γυναικα μου,εγω δεν τον ειχα δει.
πρεπει να ταν ωραιος ανθρωπος

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ