Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Υγρή ζέστη

Είχε ζέστη σήμερα. Από το πρωί. Τριγυρνούσε μέσα στο σπίτι, με το εσώρουχο, ίδρωνε και ξαναίδρωνε, έπινε το ένα νερό πίσω από το άλλο.
Κάθε τόσο, κοίταζε το ημερολόγιο: 30 Σεπτεμβρίου. Άλλες χρονιές, τέτοια εποχή, είχε τη δροσούλα του. Αλλά σήμερα, ο καιρός του θύμιζε καλοκαίρι.

Δε στεναχωριόταν ιδιαίτερα. Αφού η καλοκαιρία συνεχιζόταν, θα καθυστερούσαν τα κοινόχρηστα. Θα έβγαζε άλλον έναν μήνα με ελάχιστα. Θυμήθηκε που, πριν τέσσερα χρόνια, είχε πάει 17 Νοεμβρίου και δεν είχαν ανάψει, ακόμη, καλοριφέρ... Τι καλά!

Ξαφνικά το αποφάσισε: θα πήγαινε στη θάλασσα! Ναι, θα πήγαινε για μπάνιο! Γιατί όχι, δηλαδή; Έξω έβραζε ο τόπος. Κι αν ήταν κρύο το νερό, θα καθόταν λίγο στην αμμουδιά, θα διάβαζε κανένα βιβλίο, θα έπινε κι έναν καφέ -έναν φραπέ, με ζάχαρη και γάλα, όπως τότε που ο γιατρός του το επέτρεπε, ακόμη- και θα γυρνούσε σπίτι.

Για πότε βρέθηκε στο αυτοκίνητο, ούτε που το κατάλαβε. Δε θα πήγαινε κάπου μακριά. Πού ώρα για Χαλκιδικές και Πιερίες... Ως τον Ποταμό θα πήγαινε, στην Επανομή. Λίγο πιο πέρα από τα Κούτσουρα του Δαλαμάγκα.
Σε μισή ώρα ήταν εκεί. Και τότε έμεινε με το στόμα ανοικτό: Κανείς δεν είχε ακολουθήσει το παράδειγμά του. Η πλαζ ήταν άδεια. Ο ναυαγοσώστης είχε πιάσει κουβέντα με τη μπαρ γούμαν. Ήταν μόνοι τους σε μια τεράστια παραλία. Ούτε το παιδί για τις ξαπλώστρες δεν ήταν εκεί.
Άφησε τα ρούχα του, την πετσέτα του και το βιβλίο του σε μια ξαπλώστρα. Για λίγο είχε σταθεί ακίνητος, για να διαλέξει. Λες και ήταν όλες γεμάτες! Χαμογέλασε, διάλεξε αυτήν που ήταν πιο κοντά στο αυτοκίνητό του και περπάτησε προς τη θάλασσα.

Έβαλε τα πόδια του κι αισθάνθηκε το νερό κρύο. Για μια στιγμή πίστεψε πως τα πόδια του πονούσαν. Ύστερα, λίγο - λίγο, το συνήθισε. Κι εκεί που στεκόταν ακίνητος, αγναντεύοντας τον ορίζοντα, την είδε.
Ψηλή, μελαχροινή, με ωραίο σώμα, φορούσε ένα ολόσωμο τιρκουάζ μαγιό, ήταν μαυρισμένη από τον ήλιο, έκρυβε τα μάτια της πίσω από μαύρα μεγάλα γυαλιά ηλίου και είχε περάσει στη μέση της ένα διάφανο παρεό. Έτσι μπορούσε να δει τα πόδια της. Να τα παρατηρήσει καλά. Και να τα λιμπιστεί.
Την ακολούθησε με το βλέμμα του. Εκείνη άφησε τα πράγματά της σε μια ξαπλώστρα μπροστά, εκεί που έσκαγε το κύμα. Έβγαλε το παρεό και περπάτησε, νωχελικά, βουτώντας τα πόδια του, όπως κι εκείνος.
Στέκονταν δίπλα-δίπλα τώρα. Γύρισε και τον κοίταξε:

"Θα βουτήξετε";
"Δεν... Δεν ξέρω... Ίσως"...
"Να βουτήξετε. Μη φοβηθείτε το κρύο. Αυτό το νερό κάνει καλό στο δέρμα. Το σφίγγει. Ελάτε"...
Άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το δικό του. Περπάτησαν μαζί, σιγά-σιγά, προς τα μέσα. Κάθε τόσο παραπατούσε -φοβήθηκε ότι θα έπεφτε και θα γινόταν ρεζίλι. Εκείνη δεν είχε πρόβλημα να κινηθεί πάνω στα βότσαλα του βυθού. Σε μερικά βήματα πάτησαν άμμο και το μαρτύριό του έλαβε τέλος. Εκείνη έκανε ένα μακροβούτι, αφήνοντας το χέρι του. Έκανε μια δυο απλωτές κι ύστερα ξεπρόβαλε μερικά μέτρα προς τα βαθιά.
"Ελάτε"!

Πήγε προς το μέρος της. Έκανε να βουτήξει. Τον κρατούσε έξω το κρύο. Σκέφτηκε πως όλα ήταν μια ιδέα κι έκανε να βουτήξει ξανά. Τότε, κοίταξε δεξιά, αριστερά, δεν την έβλεπε πουθενά.

"Δεσποινίς"!

Δεν ήξερε ούτε το όνομά της, για να τη φωνάξει. Αλλά ήταν σίγουρος: Δε φαινόταν πουθενά.
Στράφηκε προς την ακτή. Η μπαρ γούμαν με τον ναυαγοσώστη μιλούσαν, ακόμη, στο μπαράκι. Βάδιζε -πλέον- βιασιτκά, προς την ακτή. Σχεδόν τρέχοντας, σκουντουφλώντας, έφθασε στο μπαράκι.
Οι άλλοι δύο τον κοιτούσαν σαν τρελό.

"Η κοπέλα! Βοηθήστε με! Η κοπέλα"!
"Ηρεμήστε κύριε! Ποιά κοπέλα";

"Εκείνη που άφησε τα ρούχα της σ εκείνη την ξαπλώστα"!
Έδειξε με το δάχτυλό του. Το βλέμμα του ακολούθησε το δείκτη του δεξιού του χεριού. Τότε μόνο συνειδητοποίησε ότι στην ξαπλώστρα, μπροστά στο κύμα, δεν υπήρχε τίποτα...
Κοίταξε τον ναυαγοσώστη κατάματα. Εκείνος ανταπέδωσε το βλέμα. Χαμογέλασε.
"Ηρεμήστε! Ελάτε στο μπαράκι. Έχετε γίνει μούσκεμα, τόση ώρα, στη βροχή"...

Στράφηκε στον ουρανό. Παντού σύννεφα. Κι έβρεχε. Έβρεχε ασταμάτητα...


Υ.Γ. O πίνακας είναι του Jim Frost, έχει τίτλο Rain at Beach και πωλείται 190 λίρες Αγγλίας.

Σχόλια

Ο χρήστης Кроткая είπε…
ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ!!

Τάκι, είσαι ταλέντο!!
Ο χρήστης kanataki είπε…
αυτό με το ίδιο εσώρουχο κάπως μου κατσε....

υγ αλλά επειδή είχε και μπάργούμενς και ναυαγοσώστες ο σωσες στο τέλος....
υγ τι σου είναι το lifestyle ομως!
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Καταπληκτικό!!! :) Καλό μήνα, Διαστήματα!
Ωραίος ο πίνακας! ;)
Ο χρήστης Μαριλένα είπε…
Σαν ταινία μικρού μήκους.

:)
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ Кроткая
Είδες τι κάνουν τόσα χρόνια... ανάγνωσης;
@ tsaperdona
αυτό με το ίδιο εσώρουχο κάπως μου κατσε....
Πού να δεις και το δικό μου, γλυκιά μου!

τι σου είναι το lifestyle ομως!
Εσύ μη δεις, πια, σερνικό, με πλατύ στέρνο και κοιλιακούς σα σανίδα για τρίψιμο ρούχων...

@ Ρενάτα
Ευχαριστώ (και για τον καλό μήνα)

Ωραίος ο πίνακας! ;)
Ναι, είναι αλήθεια ότι μου άρεσε κι εμένα. Για να καταλάβεις, έψαχνα φωτογραφία και κατέληξα σε αυτόν. Κι είναι και... φθηνός.

@ Μαριλένα
Μέσα στο μυαλό μου είσαι! Πάνω που έλεγα να αρχίσω μια ενότητα διηγημάτων με αυτόν τον τίτλο!
Ο χρήστης ritsmas είπε…
Ομορφο και μελαγχολικό. Η πάλη της θάλασσας με τη φαντασία. Συμβαίνει ακόμη και στο ξυπνιο μας κι όταν συμβαίνει, μοιάζει να μας ανήκει το συμπαν ολάκερο.
Σας βρήκα μεσα από τις προτασεις της Ρενάτας
Καλημερα και καλό μηνα
ριτς
Ο χρήστης UrbanTulip είπε…
Πολύ πολύ καλό!!! Εύγε αγαπητέ! :)
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ ritsmas

Καλώς ήρθες, λοιπόν! Πέρασα κι απ το φτωχικό σου, μου άρεσε και θα ξαναπεράσω. Καλημέρα, καλό μήνα, επίσης.

@ UrbanTulip

Ευχαριστώ αγαπητή.
Ο χρήστης charlie alexandra είπε…
mmm m' arese afti i oneiriki ifi. oti kalitero gia thimomena ksimeromata tritis
filia
Ο χρήστης Sophia Choleva είπε…
Βροχή … Πόσο μου έχει λείψει … Κι όμως η ζέστη εδώ κάτω, μου έχει γίνει εφιάλτης .
Θέλω να χαθώ μέσα στο κρύο νερό σαν την κοπέλα με το τιρκουάζ μαγιό και να χαθώ .
Καλό μήνα diastimata : )
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ charlie alexandra
θυμωμένα; Σου εύχομαι να σου περάσει ο θυμός. Εκτός κι αν "βγάζει" κάτι καλό, που το είχες ανάγκη.

@ sophie_jamaica

Εδώ πάνω, πάντως, μας βρέχει κάθε δυο-τρεις μέρες... Καλό μήνα και σε σένα.
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Γεννημένος και μεγαλωμένος σε νησί -μην κοιτάς τώρα που ζω ως οικονομικός μετανάστης στας αθήνας-
αυτή την ατμόσφαιρα την έχω ζήσει πολλές φορές.

Και την κοπέλα με το παρεό θα ορκιζόμουν πως την έχω δει κι εγώ. Μόνο που εμένα δε μου μίλησε

Υπέροχο!
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ stixakias
Κάποια στιγμή, πέρασε μπροστά από όλους μας, η κοπέλα με το παρεό, τελικά...
ΥΓ. Πάντα είχα την απορία πώς περνούν, το χειμώνα, οι νησιώτες. Κι όχι σε νησιά μεγάλα, όπως η Ρόδος, η Κέρκυρα, ή η Κρήτη, αλλά σε μικρά, της "άγονης γραμμής".
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
@diastimata
Δυστυχώς δε θα σας την απαντήσω γιατί δεν ευτύχησα να ζήσω στην άγονη γραμμή που λέτε.
Εκ Χανίων ορμώμενος βλέπετε...
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
ap' oso xero "ta koytsoyra" toy dalamagka itan tsimiski me foka, sto kentro tis thessalonikis :-)

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ