Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Η τέταρτη

Ομίχλη. Η γνωστή ομίχλη της Θεσσαλονίκης. Είχε περάσει το μεσημέρι, αλλά θα μπορούσε να είναι και πρωί. Μπροστά του απλωνόταν ο κόλπος. Υγρός, μελαγχολικός. Δεξιά κι αριστερά του, το τεράστιο πλακόστρωτο της παραλίας. Πίσω του, είχαν μαζευτεί οι γνωστοί: Αστυνομικοί, ένστολοι και με πολιτικά, ταινίες για να μην περνάει ο κόσμος, περιπολικά, δικυκλιστές, ένα ασθενοφόρο, το αυτοκίνητο του ιατροδικαστή, τα συμβατικά αυτοκίνητα της ασφάλειας, ο Μίλτος, ο ιατροδικαστής, η λεσβία, συνάδελφοι...
Καθόταν ανακούρκουδα και σκούπιζε το στόμα του μ ένα χαρτομάντιλο. Μόλις είχε αφήσει το περιεχόμενο του στομαχιού του στη θάλασσα. Μικρά ψάρια έδιναν μάχη ποιο θα πρωτοφάει ό,τι ο οργανισμός του Κώστα είχε αποβάλει.
Ο Μίλτος τον πλησίασε από πίσω:
«Μπα, Θεοδωρίδη! Από πότε έχεις ευαίσθητο στομάχι; Ή έφαγες κάτι που σε πείραξε»;
Δεν είχε φάει κάτι που να τον πείραξε. Ψυχολογικοί ήταν οι λόγοι. Το έβλεπε, πλέον, καθαρά. Η Ελένη είχε σχέση με την υπόθεση. Κι εκεί που κάτι πήγαινε να ξεκαθαρίσει, ερχόταν μια μικροανατροπή, όπως αυτή με το νέο πτώμα, το τέταρτο, στην παραλία.
«Θα ήταν χαλασμένο το λουκάνικο…»
Πού να εξηγούσε, τώρα, στο Μίλτο τα ψυχολογικά του. Ότι μια γυναίκα που την ένοιωσε τόσο ανθρώπινη, τόσο κοντά του μέσα σε λίγες ώρες, είχε σχέση με τρεις δολοφονίες κι απ’ ότι φαινόταν και με τέταρτη…
Ανασηκώθηκε και στράφηκε προς το πτώμα. Το έδειξε με ένα νεύμα του κεφαλιού και ρώτησε το Μίλτο, χωρίς να τον κοιτά:
«Να μην έρχομαι τώρα εκεί… Τα ίδια, έτσι»;
«Καρμπόν! Την πλησίασε από πίσω, της έκοψε το λαιμό πέρα ως πέρα, στη συνέχεια της έκοψε το δεξί χέρι, από το ύψος του καρπού…»
«Να υποθέσω ότι η κυρία δεν έχει καμία απολύτως σχέση με όλους τους προηγούμενους»;
«Ακριβώς. Αναστασία Κλειτίδου, γνωστή στην πιάτσα ως Νατάσσα…»
«Πόρνη»;
«…και τοξικομανής. Δυο φορές προσπάθησε να αποτοξινωθεί. Την πρώτη στην Ιθάκη. Ξανακύλησε μετά από δύο μήνες. Τη δεύτερη μπήκε στο πρόγραμμα μεθαδόνης. Πουλούσε, ή έδινε, τη μεθαδόνη στον νταβατζή της κι εκείνος της πάσαρε κοκαΐνη. Άλλαξε ναρκωτικά, για να είναι χάι, να μην νοιάζεται για το πόσους πελάτες θα δει κάθε βράδυ…»
«Ο νταβάς»;
«Την έχει ο Σταύρος. Ο Ταύρος. Κανένα στοιχείο εναντίον του. Χρόνια τον κυνηγάει το Ηθών…»
«Ευκαιρία είναι. Μια προσαγωγούλα θα είναι όλη δική του…»
«Αναλαμβάνεις»;
«Πάντα ήθελα να στριμώξω αυτό το κάθαρμα…»
«Είναι όλος δικός σου»…
«Θα φτύσει το γάλα της μάνας του…»
Ο Μίλτος απομακρύνθηκε προς το σημείο όπου κείτονταν το πτώμα της Νατάσσας. Περπάτησε προς τα εκεί. Ο Κώστας ήταν κάπως καλύτερα. Τον ακολούθησε. Ο ιατροδικαστής εξέταζε, ακόμη, το πτώμα. Δυο νεαροί αστυνομικοί κρατούσαν ένα ματωμένο σεντόνι πάνω του. Σηκώθηκε κι οι νεαροί αστυνομικοί σκέπασαν απαλά το κορμί της Νατάσσας. Ένα κορμί που πάνω του είχαν ξαπλώσει πολλοί, για να ξεδώσουν από την οικογενειακή ρουτίνα, να ικανοποιήσουν βίτσια ερωτικά, να νοιώσουν, έστω για πέντε λεπτά, μεγάλοι εραστές. Ένα κορμί που είχε σαπίσει, εσωτερικά, από τα ναρκωτικά: Πρώτα χασίς, μετά χάπια, έπειτα ηρωίνη, στο τέλος κόκα. Η Νατάσσα τα είχε δοκιμάσει όλα. Είχε ζήσει λίγο, καμιά 25αριά χρόνια. Είχε ζήσει, όμως, έντονα.
Ο ιατροδικαστής κοίταξε πρώτα τον Μίλτο κι έπειτα τον Κώστα: «Έχουμε να κάνουμε με τρελό. Με ψυχασθενή. Είναι ο ίδιος. Θέλω να εξετάσω όλα τα πτώματα μαζί. Να βάλω τα πράγματα σε μία σειρά. Μπας και καταλάβουμε κάτι. Αλλά δεν προλαβαίνω. Έχουμε και το πρόβλημα με το εργαστήριο…»
Και οι δυο τους κούνησαν το κεφάλι συγκαταβατικά. Το γνώριζαν το πρόβλημα με το εργαστήριο. Δεν υπήρχαν χρήματα και είχαν κοπεί κάποιες δαπάνες. Το ψυγείο είχε, όλες κι όλες, πέντε θέσεις. Με το ρυθμό που έσφαζε ο δικός τους δολοφόνος, θα γέμιζε το ψυγείο της ιατροδικαστικής υπηρεσίας σε μερικές ώρες. Και τα υπόλοιπα πτώματα; Από τροχαία, από ατυχήματα, από εγκλήματα άσχετα με το δικό τους; Θα στοιβάζονταν σε φορεία και ράντσα, λες και υπήρχε περίπτωση να αναστηθούν, σαν το Λάζαρο και ν αρχίσουν τις βόλτες στα υπόγεια του ΑΧΕΠΑ;
«Πρέπει να τελειώνουμε…»
Ο Μίλτος το έλεγε αυτό περισσότερο στον εαυτό του, παρά στον ιατροδικαστή που, ούτως ή άλλως, απομακρύνονταν. Ο Κώστας έγειρε προς το μέρος του Μίλτου και ψιθύρισε:
«Τι εννοείς»;
«Βλέπεις πίσω από τη γραμμή της αστυνομίας; Πέντε τηλεοπτικά συνεργεία τραβούν πλάνα. Τα τρία έχουν στήσει λινκ, για απευθείθας σύνδεση στα δελτία. Αύριο οι εφημερίδες θα μας έχουν πρώτο θέμα. Θα θυμηθούν το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη, που έχει πληγεί, άλλες παρόμοιες δολοφονίες που έμειναν ανεξιχνίαστες… Θα μας σταυρώσουν»!
«Και τι να κάνουμε, ρε Μίλτο; Να πιάσουμε έναν Παγκρατίδη, να τον στήσουμε στον τοίχο κι ο αληθινός δολοφόνος να κόβει βόλτες στην Ελβετία»;
«Άσε αυτές τις μαλακίες, Κώστα. Ο Παγκρατίδης ήταν ο δράκος της Θεσσαλονίκης. Πιάστηκε, καταδικάστηκε, εκτελέστηκε. Και τέλος».
«Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα… Θες έναν ένοχο για να τελειώνουμε, Μίλτο»;
«Ναι! Αν είναι να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, θέλω στο δελτίο των 8, σε απευθείας σύνδεση, να ανακοινώσω από το γραφείο μου τη σύλληψη του δολοφόνου. Δε θέλω να βγουν τα κοράκια στα παράθυρα και να με σταυρώνουν»!
«Λυπάμαι Μίλτο! Εγώ δεν κάνω τέτοια…»
«Γι αυτό θα πεθάνεις υπαστυνόμος»…
«Θέλω να κοιμάμαι ήσυχος…»
«Αν θες να κοιμάσαι ήσυχος, σταμάτα να κοιμάσαι με τους μάρτυρες»!
Η γροθιά του Κώστα προσγειώθηκε στο πρόσωπο του Μίλτου. Εκείνος παραπάτησε. Οι μπάτσοι της Αμέσου Δράσεως, οι ασφαλίτες, οι Ζητάδες, η λεσβία, στράφηκαν προς το μέρος τους. Ο Μίλτος σκούπισε το αίμα από τη μύτη του. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν κινούνταν κανείς. Οι δημοσιογράφοι είχαν σταματήσει τα σπικάζ, οι κάμεραμαν κοιτούσαν, ο κόσμος το ίδιο. Και τότε, ο Μίλτος όρμησε στον Κώστα. Έπεσαν κάτω κι άρχισαν να κυλιούνται στο πλακόστρωτο!
«Τράβα»!
Ένας δημοσιογράφος της τηλεόρασης φώναξε στον οπερατέρ του. Εκείνος έστρεψε την κάμερα και ζουμάρισε. Αυτόματα, όλες οι κάμερες στράφηκαν στον καβγά. Τα συνεργεία που δεν ήταν στημένα έτρεχαν να προλάβουν. Οι οπερατέρ έσπρωχναν να περάσουν τη γραμμή της αστυνομίας. Ζητάδες προσπαθούσαν να τους σταματήσουν. Κάποιος κατέβασε μια κάμερα. Οπερατέρ και δημοσιογράφοι άρχισαν να φωνάζουν:
«Φιμώνετε τον Τύπο! Μην κρύβετε την αλήθεια! Ο κόσμος πρέπει να μάθει τα πάντα»!
Από την άλλη πλευρά, οι ασφαλίτες έτρεχαν να χωρίσουν τους δυο άνδρες που κυλιόντουσαν στο πλακόστρωτο και αντάλλασαν γροθιές και κλοτσιές. Οι μισοί τραβούσαν τον Μίλτο κι οι υπόλοιποι τον Κώστα. Με τα πολλά τους χώρισαν.
«Ελάτε ρε παιδιά! Τι είναι αυτά, ρε παιδιά! Ρε, καλά, μαλάκες είστε; Οι κάμερες γράφουν»!
Αυτό το τελευταίο ήταν αρκετό για να στραφούν και οι δύο και να δουν τις κάμερες. Όντως, ο καβγάς τους είχε μαγνητοσκοπηθεί από την αρχή ως το τέλος.
«Τώρα θα έχεις το παράθυρο που θες»!
Ο Κώστας τα είπε αυτά με σφιγμένα δόντια. Γύρισε από την άλλη, σκούπισε τη ματωμένη μύτη του με την ανάποδη της παλάμης και έφτιαξε, με απότομες νευρικές κινήσεις το σχισμένο πουκάμισο και το στραπατσαρισμένο σακάκι. Γραβάτα δεν υπήρχε.
Αντίθετα, ο Μίλτος φορούσε, ακόμη, τη γραβάτα του, αλλά ήταν τραβηγμένη, ο κόμπος είχε γίνει στενός, μικρός. Το πουκάμισό του ήταν μισό μέσα και το άλλο μισό έξω από το σχισμένο του, πλέον, παντελόνι. Έδειξε με το δείκτη τον Κώστα και του φώναξε, καθώς εκείνος απομακρύνονταν:
«Είσαι τελειωμένος, ακούς; Τελειωμένος»!
Ο Κώστας, με γυρισμένη την πλάτη, σήκωσε το δεξί του χέρι σε μια άσεμνη χειρονομία με τον μέσο. Περπατούσε προς το αυτοκίνητο που τον έφερε. Πίσω του έτρεξε ο αστυνομικός οδηγός.
Στη διαδρομή –προς πού άραγε;- χτύπησε το κινητό του.
«Θεοδωρίδη, στο γραφείο μου! Τώρα»!
Μόνον η Πρήχα του έλειπε…



Συνεχίζεται

Σχόλια

Ο χρήστης Кроткая είπε…
χμμμμ.... δεν θέλοω να θίξω το συγγραφέα, αλλά μήπως το παρατραβάτε;
Ο χρήστης NinaC είπε…
Αυτή την άσεμνη χειρονομία με τον μέσο μήπως μπορείτε να μου τη ζωγραφίσετε?

Δεν την αντιλαμβάνομαι!

:p
Ο χρήστης iris είπε…
ελλάς το μεγαλείο σου !!
Ο χρήστης An-Lu είπε…
Καλά πας! Μαρκαρίζεις και μου αρέσει!
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ krotkaya
Υποτίθεται ότι πρέπει να συμπληρώσουμε μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων... Κουράγιο, μπήκαμε στην τελική ευθεία

@ composition doll
Και σκιτσομαχίες παίζουμε, αν η παρέα είναι καλή...

@ iris
Η αλήθεια είναι ότι σε παράθυρο δεν έχουμε δει τέτοιον καβγά ακόμη, άρα δεν τα έχουμε δει όλα. Ο Ευαγγελάτος μπορεί να ελπίζει...

@ an-lu
Θενκς! Κι όπως λένε και οι ποδοσφαιριστές, τέτοιες κριτικές μου δίνουν κουράγιο να συνεχίσω (κι από πίσω ακούγονται κραυγές του στιλ "όχι ρε γαμώ το!")

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ