Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Η τρίτη

Στη διαδρομή είχε μάθει όλα τα σχετικά. Ο αστυνομικός που οδηγούσε του τα μετέδωσε, με ρυθμό μοτορόλας. Κοφτά, λίγες λέξεις, δυνατή φωνή, καμία λεπτομέρεια: Πτώμα ηλικιωμένης γυναίκας, στο διπλανό διαμέρισμα από αυτό της Τιτάκου, φέρει μία μαχαιριά πέρα ως πέρα στο λαιμό και κομμένο το δεξί της χέρι, από τον καρπό!
Ζαλίστηκε. Άλλη μία επανάληψη, άλλος ένας κύκλος. Καταντούσε εκνευριστικό. Έβλεπε το μέλλον, όπως τα ψευτομέντιουμ της τηλεόρασης, με το κληρονομικό χάρισμα: Θα ήταν σίγουρο πως ο δολοφόνος ήταν ο ίδιος, θα πήγαινε στην Ελένη για να συνεχίσει την ανάκριση, θα του έλεγε πως δεν γνωρίζει τίποτα, ίσως να του έδινε καναδυό στοιχεία παραπάνω για τον μυστήριο Διονύση, αυτά… Και πριν ολοκληρώσουν την κουβέντα τους, ήταν σίγουρος πως κάποιος θα άνοιγε την πόρτα, να πει πως βρέθηκε και άλλο πτώμα –τέταρτο. Κάπου κοντά, αλλά και πάλι, μυστηριωδώς, κανείς δε θα γνώριζε τίποτα.
«Δε γαμιόμαστε λέω εγώ»…
Την ψιθύρισε τη φράση του, σφίγγοντας τα δόντια, αρχικά, αλλά με το που κατάλαβε πως η ευχή του είχε γίνει, νωρίτερα, πραγματικότητα, χαλάρωσε και χαμογέλασε.
«Σου ΄ρθε καμία ιδέα, αφεντικό»;
Ο αστυνομικός που οδηγούσε είχε ξαφνιαστεί από το «δε γαμιόμαστε». Ξαφνιάστηκε, όμως, ακόμη παραπάνω, από το ξαφνικό χαμόγελο.
«Όχι, όχι. Να… Σκέφτηκα ότι αυτή η υπόθεση μας έχει γαμήσει και…»
Δεν το είχε σώσει, ακριβώς, αλλά ο αστυνομικός ήταν τυπικός στα περί την υπηρεσία, δε ρώτησε τίποτε άλλο και το θέμα μπορούσε να χαρακτηριστεί λήξαν.
Στην πολυκατοικία της Τιτάκου η ίδια εικόνα: Αστυνομικοί, ένστολοι και με πολιτικά, ταινίες για να μην περνάει ο κόσμος, περιπολικά, δικυκλιστές, ένα ασθενοφόρο, το αυτοκίνητο του ιατροδικαστή, τα συμβατικά αυτοκίνητα της ασφάλειας, ο Μίλτος, ο ιατροδικαστής, η λεσβία, συνάδελφοι...
«Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν», σχολίασε με το που έφθασε στον Μίλτο.
«Κι εμένα τα χεράκια σου, με λύνουν και με δένουν, λέει μετά το τραγούδι Κωστάκη»…
«Μην αρχίσουμε πάλι τα ίδια»!
«Καλά, καλά… Λοιπόν, πας στο διπλανό διαμέρισμα από της Τιτάκου και θα βρεις την ηλικιωμένη γειτόνισσά της. Μην τη ρωτήσεις τίποτε, δεν είναι σε θέση να σου απαντήσει. Άντε. Από τις σκάλες, γιατί στο ασανσέρ είναι η σήμανση»!
Ανέβηκε από τις σκάλες την ίδια στιγμή που κατέβαιναν δυο «ζητάδες». Του έκαναν χώρο να περάσει, χαιρετήθηκαν κι εκείνος άρχισε να σιγοσφυρίζει το τραγούδι του Ρασούλη. Έφθασε στο διαμέρισμα. Έριξε μια ματιά στην πόρτα της Ελένης και μπήκε από την είσοδο του διπλανού διαμερίσματος, που ήταν ανοιχτή.
Γνώριμη σκηνή: Ο ιατροδικαστής πάνω από το πτώμα, αστυνομικοί τριγύρω, η Άννα η λεσβία –είχε γίνει κι αυτή μέρος της υπόθεσης- κάποιος τραβούσε φωτογραφίες με μια ψηφιακή με φλας… Στο πάτωμα, το πτώμα. Ο ιατροδικαστής το είχε ξεσκεπάσει και έκανε αυτοψία. Κάθισε ανακούρκουδα δίπλα του.
«Λέω να νοικιάσω ένα διαμέρισμα στην πολυκατοικία, κύριε Θεοδωρίδη, να μη με τρώνε οι δρόμοι στο πάνε-έλα»!
«Και πολύ καλά θα κάνετε. Το σκέφτομαι κι εγώ. Τι έχουμε»;
«Τα γνωστά! Της έκοψε την καρωτίδα από άκρη σε άκρη, πλησιάζοντάς την από πίσω. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι χρησιμοποιεί νυστέρι. Την ακούμπησε μαλακά στο πάτωμα, σχεδόν ευλαβικά. Το ίδιο έκανε και με τους προηγούμενους –είμαι, πια, σίγουρος. Το αίμα ανάβλυζε ποτάμι –φαίνεται, άλλωστε, από τη λίμνη που έχει σχηματιστεί. Με άλλο όργανο, προφανώς μπαλταδάκι χασάπη, της έκοψε το δεξί χέρι. Μπαλταδάκι είχε χρησιμοποιήσει και στη δολοφονία Αλεξάνδρου, για να κόψει το χέρι, ενώ στη δολοφονία Ευσταθίου τον χάραξε πάλι με το νυστέρι»…
«Γιατί ειδική περιποίηση στον Ευσταθίου»;
«Τι να σου πω… Ή δεν προλάβαινε να χρησιμοποιήσει το μπαλταδάκι, ή τον θεωρούσε άσχετο με την υπόθεση. Από την άλλη δεν βρίσκω καμία σχέση της κυρίας Μαριάνθης –Παπαδοπούλου, ξέχασα να σας συστήσω, η κυρία την οποία παρατηρείς τώρα- με την όλη υπόθεση… Πάντως το όργανο το είχε μαζί του. Η κυρία που βλέπεις, συνάντησε το δολοφόνο λίγα λεπτά πριν τον Ευσταθίου»!
«Δηλαδή ο δολοφόνος ήρθε στον όροφο, είδε τον αστυνομικό έξω από το διαμέρισμα της Τιτάκου και μπούκαρε στης Παπαδοπούλου; Δε μου κολλάει γιατρέ μου…»
«Μπορεί να μη σου κολλάει, αλλά έτσι έγινε. Δεν μπούκαρε, χτύπησε και του άνοιξαν. Βλέπεις πουθενά γύρω σου ίχνη διάρρηξης; Ακόμη και τώρα που πέρασαν οι ορδές του Αττίλα (αυτά τα τελευταία τα φώναξε, σα να ήθελε να τα ακούσουν όλοι οι αστυνομικοί που βρίσκονταν στο διαμέρισμα) και κατέστρεψαν τα πάντα στη σκηνή του εγκλήματος, μπορείς να διακρίνεις πως τα πάντα είναι στη θέση τους. Κι η πόρτα, κατάγερη, απλά ανοικτή»!
«Δηλαδή τον γνώριζε τον δολοφόνο»;
«Μπράβο αστυνόμε. Κερδίζεις χρυσούν ωρολόγιον»!
Ήταν φανερό. Γνωρίζονταν όλοι. Η Παπαδοπούλου, ο δολοφόνος, η Ελένη, ο Αλεξάνδρου. Κι ο Ευσταθίου ήταν παράπλευρη απώλεια. Για την Ελένη πήγαινε ο δράστης. Κι ήταν σίγουρος πως κι ο Διονύσης δεν ήταν άσχετος. Ε πια, αυτό έκανε μπαμ! Ακόμη και παιδί του δημοτικού θα το είχε καταλάβει. Και η όλη υπόθεση περνούσε από το whodoneit στο whydoneit…
Έπρεπε να επιστρέψει στην Ελένη. Να προλάβει να τη ρωτήσει, πριν την ανακρίνουν επίσημα, πριν υπάρξουν κι άλλοι μάρτυρες της ομολογίας της. Είχε σχέση! Έπρεπε να μάθει την αλήθεια και να δει πώς θα τη γλίτωνε από τα χειρότερα.
Σηκώθηκε ζαλισμένος και στράφηκε προς την πόρτα. Στο κούφωμα στεκόταν ο Μίλτος:
«Αντέχεις; Πρέπει να πάμε στη Νέα Παραλία. Ένας λαθρομετανάστης που ψάρευε, τράβηξε ένα πτώμα. Μάντεψε: Κάποιος είχε κόψει το δεξί χέρι του στον καρπό κι έχει μια μαχαιριά πέρα ως πέρα, στο λαιμό»!
Τον Κώστα τον έπιασε ναυτία. Έψαχνε μια γωνία, να βγάλει έξω το περιεχόμενο του στομαχιού του...



Συνεχίζεται


Σχόλια

Ο χρήστης Кроткая είπε…
απίστευο!!! γινεται όλο και πιο ενδιαφέρον!
Ο χρήστης AVRA είπε…
τα γνωστα θα σου πω....δεν αντεχω!θελω να το διαβασω μονορουφι μεχρι το τελος!
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
... τελειώνει; βαρέθηκα. Γράψε και τίποτα άλλο να σπάσει η ανία. (απαντώντας σε comment του προηγούμενου ποστ: Κοπρένδο και στα μούτρα σου).
Ο χρήστης NinaC είπε…
Ωραία μας τα λέτε, κύριε Διαστήματα, αλλά μήπως θα μπορούσατε να ασχοληθείτε και με αυτό εδώ?

http://ninac.wordpress.com/2007/03/13/seven/
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Ή μ' αυτό εδώ;

http://blowyourheadoff.wordpress.com/
Ο χρήστης An-Lu είπε…
Πολλούς σκοτώνεις βρε παιδάκι μου!
Αναμένω με αγωνία!
Ο χρήστης iris είπε…
να που πληθαίνουν και τα πτώματα !! Δώς μας όμως και καμία άκρη για το δολοφόνο γιατί μόνο μαλλιά κουβάρια βλέπουμε παντού.
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ krotkaya
Να ρίξω μερικά πτώματα ακόμη;

@ avra
Υπομονή. Έχουμε περάσει, πάντως, τη μέση. Μπήκαμε τελική ευθεία.

@ november
Αν βαρέθηκες, να πας σινεμά, δηλητηριώδη Νοέμβριε! Παίζει τους 300. Κι έχουν όλοι κάτι κοιλιακούς, φέτες! Οκτώ φέτες ο καθένας, σύνολο 2400!

@ composition doll
Κακούργα κενωνία! Νέο διάλειμμα!

@ kopoloso
Και συ τέκνον Βρούτε; Διάλειμμα στο διάλειμμα λοιπόν!

@ an-lu
Προς το παρόν, πάρτε σκυτάλη αγαπητή!

@ iris
Εσείς να περιμένετε τη σκυτάλη, στο δεύτερο διάλειμμα. Και σε λίγο, χτένι για να ξεμπλέξετε τα κουβάρια.
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Φέτες; Μήπως... Εφέτες; χιχιχι...
Και, ναι, βαρέθηκα κάθε επεισόδιο να αρχίζει με γκομενικό υπονοούμενο μεταξύ της χοντρής Ελένης και του Bruce Willis και να τελειώνει με μια πανομοιότυπη δολοφονία η οποία απλώς αλλάζει σκηνικό.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ