«Δεν υπάρχει αμφιβολία. Είναι ο ίδιος άνθρωπος. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω για πιο λόγο σκότωσε τον Ευσταθίου. Είναι ένας χαμηλόβαθμος αστυνομικός, που…»
«…ήταν σε λάθος μέρος, τον λάθος χρόνο». Από παλιά ο Κώστας συμπλήρωνε το Μίλτο. Τότε, βέβαια, ο Κώστας ήταν ο διοικητής κι ο Μίλτος ο υφιστάμενος. Αλλά, πλέον, τα πράγματα είχαν αλλάξει.
«Τι λάθος χρόνος και λάθος μέρος… Είναι δυνατόν;»
«Έτσι φαίνεται, Μίλτο. Ο Ευσταθίου δεν είχε καμία σχέση με το προηγούμενο έγκλημα. Όσο και να ψάξουμε, δε θα βρούμε την παραμικρή σχέση. Κάτι άλλο ήθελε ο άνθρωπός μας εδώ, βραδιάτικα. Βρήκε στην πόρτα τον Ευσταθίου και τον καθάρισε για να συνεχίσει. Κι αν δεν ήταν η Άννα…»
«…θα είχε σκοτώσει την Τιτάκου. Για ποιον λόγο, όμως; Η ίδια δεν μας είπε ότι δε γνώριζε το πρώτο θύμα; Μας έλεγε ψέματα»;
«Δεν ξέρω. Πού είναι τώρα;»
«Στα κεντρικά. Τη βλέπει ψυχολόγος, για υποστήριξη».
Τότε και μόνον τότε κατάλαβε ότι η Τιτάκου, για την οποία μιλούσε τόσο ψυχρά, λες και δεν την είχε ξαναδεί στη ζωή του, ήταν η γυναίκα με την οποία είχε κάνει παθιασμένο έρωτα μέσα στο σπίτι της. Στο ίδιο σπίτι που εκείνη, ώρες μετά, δέχτηκε την επίθεση, ενός άγνωστου δολοφόνου. Όλα αυτά σχετίζονταν μεταξύ τους; Ή, μήπως, επρόκειτο για σύμπτωση; Απάντηση θα μπορούσε να δώσει μόνον ένας άνθρωπος: Η Ελένη!
«Μίλησες με τον ιατροδικαστή»;
Ο Μίλτος τον ξανάφερε στην πραγματικότητα.
«Ναι! Λέει τα ίδια, όπως και στον πρώτο φόνο. Κάποιος αιφνιδίασε το δικό μας. Χρησιμοποίησε το ίδιο όπλο, έκανε την ίδια κίνηση. Σα μηχανή, είπε ο ιατροδικαστής».
«Και το χέρι; Γιατί δεν έκοψε το χέρι»;
«Δεν μπορεί να καταλάβει. Φαίνεται ότι έκανε την πρώτη κίνηση. Χάραξε τον καρπό στο σημείο όπου θα προσπαθούσε να τον κόψει. Αλλά δεν προχώρησε. Τα παράτησε…»
«Ίσως οι φωνές της Άννας…»
«Αυτή η λέσβω φαίνεται ότι φωνάζει δυνατά…»
«Αυτή η λέσβω, όπως τη λες, έσωσε τη δικιά σου. Και μην αρχίσεις τις μαλακίες… Τι έγινε Κωστάκη; Τη γάμησες»;
Τσαντίστηκε. Τον έπιασε, με το δεξί χέρι, από το γιακά του πουκαμίσου του.
«Πρόσεχε! Όχι σε μένα μαλακίες»!
«Ήρεμα Κωστάκη…Δε σε παίρνει…»
Ο Μίλτος του πήρε το χέρι με το δικό του και το τίναξε κάτω. Εκείνη την ώρα μπήκε στο δωμάτιο της Τιτάκου η Γενική Αστυνομική Διευθύντρια.
«Σιγά ρε παλικαράδες. Βρόμισε το δωμάτιο βαρβατίλα… Τι έχουμε εδώ»;
«Τίποτα. Με τον Κώστα είμαστε παλιά φιλαράκια».
«Γνωστό Παντάκη. Πασίγνωστο. Δεν αφήνετε τη φιλία σας κατά μέρος να δείτε τι θα κάνετε με τα δύο πτώματα που έχουν ξεφυτρώσει στο δρόμο σας; Για πείτε μου τι έχετε μέχρι τώρα»;
Ανέλαβε να μιλήσει ο Κώστας.
«Όχι πολλά. Οι δυο φόνοι φαίνεται να μην έχουν άμεση σχέση μεταξύ τους. Ο δολοφόνος είναι ο ίδιος. Για άγνωστο λόγο ήρθε εδώ απόψε και έβγαλε από τη μέση το δικό μας, για να φθάσει στην Τιτάκου. Προφανώς δεν περίμενε ότι στο εσωτερικό του διαμερίσματος θα ήταν κι άλλος αστυνομικός, άκουσε την Άννα, φοβήθηκε και…»
«…και λες μαλακίες! Τι φοβήθηκε; Αν δεν πυροβολούσε η μικρή, ο τύπος θα είχε μπει μέσα. Το πιστόλι φοβήθηκε. Αλλά δε μου λέτε τι ήθελε από τη μάρτυρα»;
«Μάρτυρας είναι κυρία Γενικέ, προφανώς φοβάται ότι τον έχει δει και θέλει να την βγάλει από τη μέση».
«Εσείς δε γράψατε στην αναφορά σας ότι δεν είχε δει τίποτα»;
Ανέλαβε ο Μίλτος: «Έτσι είχε πει. Είναι με ψυχολόγους τώρα, για υποστήριξη, αλλά και για σκιαγράφηση της προσωπικότητάς της. Μετά θα αναλάβουμε εμείς».
«Να τελειώνετε. Ακούς; Ξεμπερδέψτε την ιστορία. Και δε με πείσατε. Αν δεν είχε σχέση ο δεύτερος φόνος με τον πρώτο, για ποιον λόγο προσπάθησε να κόψει το χέρι του Ευσταθίου, όπως είχε κάνει και με τον Αλεξάνδρου»;
Κανείς από τους δύο δεν απάντησε. Η γενική αστυνομική διευθύντρια συνέχισε μόνη της:
«Κατάλαβα… Χαμπάρι δεν έχετε. Να τελειώνετε, κύριοι! Σήμερα, το πολύ αύριο, να τελειώνετε. Και να βρείτε αυτό το κάθαρμα»!
Συνεχίζεται
Σχόλια
Πολύ καλό! Συνέχισε!!!!!