Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Αύγουστος, 2006

Ξανά μανά τα ίδια

Ρουτίνα. Ξυπνητήρι, γαλλικός καφές με ζαχαρίνη, μια ματιά στην τηλεόραση. Ξεπαρκάρισμα από την πιλωτή. Μποτιλιάρισμα. Νεύρα. Βρισιές. Μισό ντεπόζιτο βενζίνη για μια θέση παρκαρίσματος. Γραφείο. Καπνός. Φραπές. Φωνές. Πλάκα για τη μπάλλα. Μάτια που κοκκινίζουν μπροστά σε TFT οθόνες. Ζαλάδα. Πονοκέφαλος. Ρολόι. Κάρτα. Στο δρόμο και πάλι. Ζέστη. Πάλι μποτιλιάρισμα. Πάλι φωνές. Πάλι βρισιές. Παρκάρισμα στην πιλωτή. Φαγητό στα γρήγορα και δρόμο για την άλλη δουλειά. Στο δρόμο και πάλι. Μποτιλιάρισμα. Νεύρα. Βρισιές. Άλλο μισό ντεπόζιτο βενζίνη για μια θέση παρκαρίσματος. Άλλο γραφείο. Άλλος καπνός. Άλλες φωνές. Πλάκα για το μπάσκετ. Ξανακοκκινίζουν τα μάτια μπροστά σε άλλη οθόνη. Παλιού τύπου. Βράδυ. Πάλι στο δρόμο. Πάλι στην πιλωτή. Τηλεόραση. Κι αύριο, πάλι τα ίδια. Κι εσύ θα πνίγεσαι σ΄ένα ποτήρι. ΥΓ. Η φωτογραφία είναι ψιλοάσχετη, αλλά χθες το βράδυ αισθανόμουν κάπως σαν τον Πέτρο...

Τα κεφάλια μέσα

Χθες είχε ήλιο. Είχε θάλασσα. Είχε στρινγκ. Είχε ούζα. Είχε αστακομακαρονάδες. Σήμερα έχει δουλειά. Έχει δουλειά. Έχει δουλειά. Έχει δουλειά. Έχει δουλειά. Έχει δουλειά. Βαριέμαι. Είπα να ποστάρω λίγο, αλλά βαριέμαι πολύ. Φθάνει τόσο. Αύριο πάλι.

Φταίει κι ο Χατζηπετρής...

Άρτι αφιχθείς εκ Χαλκιδικής. Στο δεύτερο πόδι. Γιατί στο πρώτο, στάχτη και μπούρμπελη. Είπα να διαβάσω καμιά εφημερίδα, κανένα μπλογκ, κανένα σάιτ, για τη φωτιά, που κατέστρεψε μια απ τις πιο όμορφες γωνιές της Ελλάδας, καθώς από τα Ψακκούδια όπου βρισκόμουν έβλεπα, μέρες τώρα, απέναντι, τον καπνό να υψώνεται στον γαλάζιο ουρανό. Σμόουκ ον δε γουότερ, εντ φάιαρ ιν δε σκάι. Και πού κατέληξα; Στο φταίμε κι εμείς, φταίτε κι εσείς, φταίει κι ο Χατζηπετρής. Επειδή, γι αυτήν την καταστροφή, όλοι το βάλαμε το χεράκι μας. Το πρώτο πόδι, η Κασσάνδρα, είχε μετατραπεί σε μια πολιτεία. Από την Ποτείδαια (άντε από το Σάνη) και κάτω, δεν ξεχωρίζεις πού τελειώνει το ένα χωριό και πού αρχίζει το άλλο. Όλοι θέλουν ένα εξοχικό (μεταξύ αυτών κι εγώ), αλλά το πράγμα θυμίζει έγκλημα εκ προμελέτης. Ο καθείς χτίζει οπουδή χωρίς να σκέφτεται αν θα ξημερώσει αύριο. Σκεφτείτε ότι το περίφημο ξενοδοχείο που κάηκε, βρισκόταν μέσα σε μια δασώδη χαράδρα κι οι πυροσβέστες βρέθηκαν εκεί κατά τύχη, ακολουθώντας έναν δ

Όνειρα διακοπών

Οι διακοπές του άρχιζαν το επόμενο πρωινό. Περίμενε όλο το χρόνο, κλεισμένος μέσα σε ένα γραφείο, αυτήν την απόδραση. Ονειρευόταν τροπικές παραλίες. Ξέρετε δα εσείς: Εκείνες με την άσπρη άμμο, τους φοίνικες, τα τυρκουάζ νερά. Που είναι ρηχά στην ακτή και όσο περπατάς βαθαίνουν. Ονειρευόταν μια αιώρα και τα βιβλία του. Διάβαζε πολλά βιβλία στις διακοπές. Είχε κι ένα προσόν: Να διαβάζει πολύ γρήγορα. Δε στεκόταν σε νοήματα το καλοκαίρι. Διάλεγε βιβλία ευκολοχώνευτα, μπεστ σέλερς και τέτοια. Χάμετ, Κινγκ, το πολύ - πολύ κανέναν Μπουκόφσκι. Προτιμούσε, επίσης, βιβλία που έγιναν ταινίες, για να μην έχει να θυμάται την υπόθεση και να βλέπει τις διαφορές ανάμεσα στο γραπτό λόγο και την εικόνα. Και πάντα, μα πάντα, έβρισκε τα βιβλία πολύ πιο ενδιαφέροντα κι έχανε όποια καλή γνώμη είχε σχηματίσει για τις ταινίες. Ονειρευόταν κι εκείνην. Παρούσα. Δίπλα του. Να ξεροψήνεται από τον ήλιο, όπως της αρέσει. Να κάθεται αμίλητη, να ξεπερνάει την κούραση μιας χρονιάς. Να συζητάνε για πράγματα εντελώς δι

Δεν πάμε καλά…

Η σχέση τους διαλυόταν. Δεν κατέρρεε· σάπιζε. Όπως ένα φρούτο. Αυτή ήταν η ιστορία τους. Ο έρωτάς τους ήταν άγουρος στην αρχή, ωρίμασε με τον καιρό, ώσπου έπεσε από το δένδρο και σάπιζε κοντά στη ρίζα. Το έβλεπαν και οι δύο, αλλά ήταν κρατημένοι σ΄ αυτήν τη σχέση, άγνωστο για ποιον λόγο. Το πρωί όλα ήταν καλά. Το μεσημέρι, όμως, ήταν εκνευρισμένος. Είχε την εντύπωση πως εκείνη δεν είχε κρατηθεί. Πως είχε πέσει, πάλι, στην εξάρτησή της, έστω για λίγο. Μετά από τόσο καιρό μαζί, καταλάβαινε τα λόγια της, τις κινήσεις της, ό,τι έκανε για να κρύψει το μικρό της ολίσθημα. Κι ήταν σίγουρος πως, πάλι, κάτι είχε γίνει. Μάλωσαν. Όπως κάθε φορά που είχε την υποψία –λίγο πριν επιβεβαιωθεί. Ένα σίριαλ στην τηλεόραση, όμως, τους έκανε –έστω και για λίγο- να χαμογελάσουν, ο ένας στον άλλον. Δεν κράτησε πολύ. Τον αιφνιδίασε: -Έχεις γκόμενα; Του φαινόταν αστείο. Εκείνος γκόμενα; Σιτεμένος πλέον, για τα καλά, με σώμα τεράστιο (όχι από τη γυμναστική) κι όρεξη για τέτοιες περιπέτειες χαμένη προ πολλού, στ

Ο ο ο οο, όμορφη Θεσαλονίιικη

Ναι! Σήμερα ήσουν όμορφη. Άδεια. Πιο άδεια δε σε έχω δει ποτέ μου. Ούτε το 1967, όταν ήρθα για πρώτη φορά, σ αυτήν την πόλη, δεν ήταν έτσι. Κανείς στους δρόμους. Τρεις η ώρα, καθώς πήγαινα για δουλειά (Κυριακή, Αύγουστος, μόνον τα ρολόγια κι οι μαλάκες δουλεύουν –κι εγώ, σίγουρα, δεν είμαι ρολόι) συνάντησα πέντε αυτοκίνητα στην Τσιμισκή, ένα μηχανάκι στη Νικολάου Γερμανού και πέντε κλειστά περίπτερα. Δυο γέροι έκαναν τη βόλτα τους στην παραλία. Ένας σκέιτ μπόρντερ έκανε οχτάρια στην παραλιακή λεωφόρο. Έπαθα! Μέχρι να βγάλω το κινητό, να τον φωτογραφίσω, είχε γίνει καπνός. Και το βράδυ… Τι μαγικό βράδυ, αλήθεια. Ελάχιστα τα αυτοκίνητα στην παραλιακή. Ένας φωτεινός διάδρομος, από τα φώτα της παραλίας, δίπλα στον Λευκό Πύργο. Κι ένας διάδρομος όλο φως, στη θάλασσα, που οδηγούσε ίσια στο φεγγάρι… Έπεσα να κοιμηθώ χαμογελαστός. Κι είδα στον ύπνο μου μια πόλη άδεια, μετά από μια μεγάλη καταστροφή. Εγώ, μονάχος, περιδιάβαινα τους άδειους δρόμους. Έψαχνα ένα, ακόμη, ίχνος ζωής. Μάταια…

Πάρε την υποθαλάσσια...

Και τώρα; Τι κάνουμε τώρα; Η υποθαλάσσια αρτηρία της Θεσσαλονίκης υπέστη σοβαρή βλάβη. Από μία ρωγμή, από μία τόσο δα μικρή ρωγμούλα, πλημμύρισε νερά και βγήκε άουτ οφ όρντερ, που λένε και οι Αγγλοσάξονες. Στη φωτογραφία βλέπετε ειδικά συνεργεία να απομακρύνουν κάποια Ι.Χ. τα οποία εγκλωβίστηκαν στην υποθαλάσσια. Το κακό είναι ότι υπάρχει πρόβλημα και με το μετρό. Η προέκταση προς την Περαία (όπου διαμένω τα τελευταία χρόνια) δεν έχει, ακόμη, ολοκληρωθεί. Έτσι, θα φθάσω μόνον ως το αεροδρόμιο, εκεί όπου ολοκληρώθηκε η πρώτη επέκταση της βασικής γραμμής. Από εκεί ίσως βρω κάποιο αεροταξί, για να με πετάξει παρακάτω. Μπορεί και κανένα αεροπλανάκι της αερολέσχης. Θα μπορούσα να πάω με το μονορέιλ. Αλλά την τελευταία φορά που ξεστόμισα τη λέξη σε δήμαρχο της περιοχής, με κοίταξε όπως η πιτσιρίκα (τότε) Ντρου Μπάριμορ τον γηραιό βοτανολόγο από άλλο πλανήτη, γνωστό με το ψευδώνυμο Ε.Τ.: με μάτια ορθάνοιχτα (μυαλά μεσάνυχτα) και στόμα σήραγγα της Καστανιάς. Εκτός κι αν προτιμήσω τη θαλάσσια

Έκπτωτος Άγγελος

Καταμεσήμερο. Καλοκαίρι. Καύσωνας. Ζητάς, με κάθε τρόπο, λίγο αέρα. Βγαίνεις στο μπαλκόνι. Τίποτα. Ζέστη. Μπαίνεις ξανά μέσα. Το κλιματιστικό δε δουλεύει. Η κατάσταση γίνεται ολοένα και πιο αποπνικτική. Πηγαίνεις στο ψυγείο. Ανοίγεις. Νερό. Σηκώνεις το μπουκάλι. Αισθάνεσαι τη δροσιά να μπαίνει μέσα σου. Κι ύστερα, λες κι έχει γεμίσει το δέρμα σου τρύπες, το ίδιο νερό χύνεται ποτάμι. Ιδρώτας. Βγάζεις τη μπλούζα σου. Λίγο ακόμη και θα κυκλοφορείς στο σπίτι σα τον Αφρικανό φύλαρχο. Δε σε χωράει ο τόπος. Αλλά και το να βγεις έξω, με τέτοια ζέστη, για μια βόλτα, δε θες ούτε να το σκέφτεσαι. Ξανά στο μπαλκόνι. Κάθεσαι στην πολυθρόνα. Κοιτάς το κενό. Τις απέναντι πολυκατοικίες. Μια γυναίκα απλώνει ρούχα. Με τέτοιο καιρό, σε δυο ώρες θα είναι στεγνά, σκέφτεσαι. Το βλέμμα σου αναζητεί τη δροσιά. Και τότε τη βλέπεις. Λες και η ζέστη δεν την επηρεάζει. Λες κι είναι ένας έκπτωτος άγγελος, που ζει συνέχεια μέσα στις φλόγες της κόλασης. Κινείται στο δρόμο, κάτω από τον ήλιο, με βήμα περήφανο. Φοράει