Πρωί. Πρωί για μένα, δηλαδή, γιατί για τους άλλους, ήταν μεσημεράκι. Οδηγούσα. Πίσω από το τιμόνι, στους δρόμους της πόλης. Πρώτη, δευτέρα, νεκρά, πρώτη, νεκρά, πρώτη, δευτέρα, τρίτη, όχι τρίτη, νεκρά, πρώτη, νεκρά. Φρένο. Πρώτη, δευτέρα, νεκρά, πρώτη, νεκρά, πρώτη, δευτέρα, νεκρά. Φρένο. Σε τέτοιες οδικές συνθήκες δοκιμάζονται οι υποψήφιοι οδηγοί, παίρνουν το δίπλωμα και ξεχύνονται στους δρόμους να μάθουν να οδηγούν. Κι εκεί τον συνάντησα. Ο ιδιοκτήτης του δρόμου. Οδηγούσε ακριβώς στη μέση. Ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Και δεν οδηγούσε κανένα smartάκι, να βλέπουμε και τι γίνεται, εμείς οι πισινοί. Μπετονιέρα οδηγούσε! Μπετονιέρα, πρωινιάτικα, στους δρόμους μιας πόλης πολύ κοντά στο έμφραγμα. Θα μου πείτε, τώρα: Κι αυτοί που θέλουν να ρίξουν μπετά στο σπίτι τους, ρε φίλε, πώς θα εξυπηρετηθούν, αν όχι με μπετονιέρα; Αυτό σκέφτηκα κι εγώ κι έκανα υπομονή. Μπήκα πίσω από το Χάρο και προσευχόμουν να στρίψει σε κάποια στιγμή, να γλιτώσω. Κατά μία διαβολική σύμπτωση, σε τέτοιες περιπτώσεις, το...
KENA ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ