Ζούσε απέναντι. Ήταν μια μικροσκοπική φιγούρα, πίσω από τις κουρτίνες. Δεν την είχε δει ποτέ κατά πρόσωπο. Είχε προσπαθήσει, είναι η αλήθεια. Αλλά λίγο η έμφυτη ντροπαλότητά του, λίγο ο φόβος ότι θα τον παρεξηγήσει, έσκυβε το κεφάλι, χαμήλωνε τα μάτια. Σαν τις κορασίδες του 50. Αν και πάντα πίστευε ότι οι κορασίδες εκείνες δε χαμήλωναν μόνον τα μάτια, αλλά και τα τεραστίων διαστάσεων εσώρουχά τους, όταν τους γυάλιζε κάποιος λιμοκοντόρος της εποχής -λιμοκοντόρους δεν τους έλεγαν τότε; Τα χαρακτηριστικά της, πάντως, τα γνώριζε καλά. Αλίμονο τώρα... Τόσους μήνες την παρακολουθούσε. Πότε πίσω από τις γρίλιες, πότε ανάμεσα από τα φυτά του μπαλκονιού. Περίμενε πώς και πώς, πότε θα βγει στο μπαλκόνι, να απλώσει τα ρούχα. Αν ήταν άλλος στη θέση του, θα της είχε, ήδη, μιλήσει. Αλλά εκείνος δεν ήταν καλός σε αυτά. Θαύμαζε τους φίλους του (τριαντακάτι όλοι) που τριγυρνούσαν στα μπαράκια κι είχαν μια απίστευτη ευκολία στο να μιλούν στην κάθε άγνωστη. Άνοιγαν το στόμα τους, έλεγαν τη μεγαλύτερη κοι...