Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μια βραδιά, μια χαρά, μια λύπη...


Το γνώριζα από το πρωί, αλλά το χάρηκα ιδιαίτερα το βράδυ. Ο Κωστής παρουσίασε το βιβλίο του στο Πολιτιστικό Κέντρο Αλέξανδρος, στη σκιά του Λευκού Πύργου, μόλις δυο βήματα από εκεί που εργάζομαι. Κι επειδή, ακριβώς, εργάζομαι, δεν μπορούσα να πάω, από κοντά, να του σφίξω το χέρι. Άλλωστε, αυτή η συνεχής δουλεία (συγνώμη, δουλειά ήθελα να γράψω) είναι που με απομάκρυνε από την εδώ "παρέα".
Όμως δεν ήταν αυτή η λύπη μου στη σημερινή βραδιά. Η λύπη, με επισκέφθηκε λίγες ώρες αργότερα κι ενώ ο Τασούλης μόνταρε το θέμα του Κωστή, για να παίξει αύριο. Μου ήρθε μέσω skype:
"Πέθανε ο κυρ-Τάκης"...
Ο κυρ-Τάκης ήταν μορφή για τη Θεσσαλονίκη. Μαζί του έφυγε μια ολόκληρη εποχή. Μαζί του έφυγε κι η εποχή της αθωότητας για ΄μενα -αν και τώρα τελευταία, αυτή η αθωότητα χανόταν όλο και περισσότερο...
Ο κυρ-Τάκης ο Νικολαϊδης ήταν το αφεντικό της "Δόμνας". Κι η Δόμνα ήταν το πιο παλιό στέκι της Θεσσαλονίκης, που επέμενε να παραμένει, κει πάνω στην Άνω Πόλη, ίδιο κι απαράλλαχτο: Με τα ψητά του, με τις σαλάτες του, με τη ρετσίνα του...
Η "Δόμνα"... Η ταβέρνα των φοιτητικών μας χρόνων, τότε που μαζεύαμε δεκάρικο-δεκάρικο τα χρήματα, όλη τη βδομάδα, για να πάμε εκεί -ή στα "Δέκα Βήματα στην Άμμο", όταν τα χρήματα ήταν περισσότερα- να γλεντήσουμε. Με την καλή ρετσίνα, στο μαγαζί του κυρ-Τάκη. Με τα τραγούδια της εποχής, στα "Δέκα Βήματα..."
Εκεί μάθαμε να πίνουμε ρετσίνα. Εκεί μεθύσαμε ουκ ολίγες φορές. Εκεί εμείς που είχαμε την τύχη (μήπως, τελικά, ήταν ατυχία;) να μη μας πιάνει τόσο το ποτό, φορτωθήκαμε τις συμφοιτήτριές μας και τις πήγαμε αγκαλιά, ως τα σπίτια τους. Ζαλισμένες. Χαμένες, για μια χαμένη αγάπη, μέσα σ ένα ποτήρι...
Τα "Δέκα Βήματα..." έκλεισαν νωρίς. Δεν πρόλαβα να γράψω τότε για τα γλέντια μας με τα "επαναστατικά" τραγούδια του Λοΐζου και του Θοδωράκη. Εκεί τραγούδησα, ελεύθερα, για πρώτη φορά, γύρω στο '80, το "Του ΄παν θα βάλεις το χακί"... Εκεί χάθηκε στην αγκαλιά μου η Άννα, η παιδική μου φίλη, που είχε κάνει να ζωντανέψει μέσα μου το τραγούδι του Σαββόπουλου. Εκεί αποφασίσαμε να περπατήσουμε μαζί, από την Καλλιδοπούλου και την Ιταλίας, όπου βρισκόταν το μαγαζί, ως την Ιασωνίδου με Αγίου Δημητρίου, στο σπίτι της. Εκεί, μπροστά στην πόρτα, της ευχήθηκα καληνύχτα, με ένα φιλί. Κι έφυγα. Και πήγαμε, την επομένη, στη "Δόμνα", γιατί "δεν υπήρχε μία" για άλλη διασκέδαση.
Στη Δόμνα ήταν που, μια μέρα, ο Δημήτρης, τύφλα στο μεθύσι, έκαψε ένα κατοστάρικο, την ώρα που από τα ηχεία ακουγόταν το "Θα τα κάψω, τα ρημάδια τα λεφτά μου"... Στη Δόμνα ήταν που ο Σταύρος μας ανακοίνωσε ότι ήρθε "το χαρτί του" κι ότι θα πήγαινε φαντάρος. Την επομένη, στο γραμματοκιβώτιο του πατρικού μου σπιτιού, στην Τριανδρία, βρήκα το δικό μου "χαρτί"... Το Σταύρο τον ξαναβρήκα στο ΚΕΒΟΠ, δυο μήνες μετά. Καλοκαίρι. Μισό από ό,τι τον είχα αφήσει στη "Δόμνα". Κατάμαυρο από τον ήλιο. Με εγκαύματα στα αυτιά, που δεν τα κάλυπτε, πλέον, ούτε το στρατιωτικό "τζόκεϊ", ούτε τα μακριά του σγουρά μαλλιά. Και θυμάμαι ακόμη που μου είπε: "Τόσο άλλαξα"; Στεκόταν μπροστά μου, τον κοιτούσα στα μάτια, μου είχε σερβίρει υπέροχο στρατιωτικό φαΐ και μόνον από τη φωνή κατάλαβα ποιος στεκόταν μπροστά μου... Εγώ είχα περάσει δυο μήνες σε Τάγμα Εκπαίδευσης Αγραμμάτων στη Δράμα (γνωστός δεξιός) κι εκείνος στο χειρότερο Τάγμα Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων, στα Θερμά (γνωστός σοσιαλιστής). Έτσι ήταν η Ελλάδα του '81. Ελλάδα διχασμένη, που δεν ήξερε τι της ξημέρωσε. Και δεν ήξερε προς τα πού θα βάδιζε. Το πρώτο πράγμα που θυμηθήκαμε, εκείνο το βράδυ, στα σκαλιά του Λόχου Ολμιστών, στο ΚΕΒΟΠ, κάτω από το τριώροφο γκρίζο κτίριο, με την επιγραφή "Η Κύπρος Είναι Ελληνική", ήταν τα βράδια στη Δόμνα...
Ε, λοιπόν, αυτή η εποχή τέλειωσε απόψε. Σε μια βραδιά που έκρυβε μια χαρά και μία λύπη...



Στις φωτογαφίες, του φίλου μου του Νώντα, ο κυρ-Τάκης σε τσακίρ κέφι. Είμαι σίγουρος πως τώρα, στον Παράδεισο επάνω, θα ΄χει στήσει τρελό γλέντι. Θα ΄χει τραβήξει τους Αγγέλους απ το χέρι και θα χορεύουν, όλοι μαζί...

Σχόλια

Ο χρήστης ria είπε…
πέρασα να σας ευχηθώ καλή ανάσταση και να χαίρεστε τα αγαπημένα σας πρόσωπα!
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ ria

Να είσαι καλά, Χρόνια Πολλά!

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ