Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ας κάνουμε ένα διαστηματάκι...

Μια ψήφος...

Περπατούσε στους δρόμους της πόλης. Κοιτούσε τις προεκλογικές αφίσες. Λιγότερες από άλλη φορά. "Ξαφνικά απέκτησαν και... οικολογική συνείδηση", σκέφτηκε. Χαμηλόφωνα. Ήταν, πάντα, των χαμηλών τόνων...
Κοιτούσε κάτω και παρατηρούσε ότι, αντίθετα από άλλες φορές, δεν πατούσε πάνω σε προεκλογικά φυλλάδια. Χαμογέλασε. "Ανάγκας και Θεοί πείθονται", ξανασκέφτηκε. Επίσης χαμηλόφωνα. (Αλήθεια, πώς κατάφερνε, ακόμη κι η σκέψη του να είναι χαμηλόφωνη; Ήταν προσόν, ή μειονέκτημα;)

Εκεί που περπατούσε, άρχισαν να πέφτουν γύρω του μικρές προκηρύξεις. Ήταν στο χρώμα ενός από τα κόμματα. Είχαν το όνομα ενός απ' τους υποψηφίους. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά, να δει από πού ερχόταν όλη αυτή η ρύπανση. Το βλέμμα του θόλωσε...
Σα να ήταν αεροπλάνο αυτό που περνούσε. Πάνω, μακριά. Κινούνταν αργά. Πετούσε προκηρύξεις κι αυτές, σύννεφο παλλόμενο, κατέληγαν στις πλάκες της πλατείας. Όλες ήταν άσπρες κι είχαν, με γαλάζια, κεφαλαία, γράμματα, γραμμένο: "Ναι"!

Γύρισε στον πατέρα του που τον κρατούσε απ' το χέρι και τον ρώτησε: "Πειράζει να ψηφίσουμε όχι";
Εκείνος δαγκώθηκε, κοίταξε δεξιά κι αριστερά και είδε τον περίεργο κουστουμαρισμένο τύπο να κοιτάζει και να περιμένει. Σήκωσε το χέρι του και τον χαστούκισε.
Ο μικρός κοίταξε απορρημένος. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του, αλλά έσφιξε τα δόντια, για να μην τον πιάσουν οι λυγμοί. Ξανακοίταξε κάτω και συνέχισε να περπατάει δίπλα στον πατέρα του.

Μερικά βήματα πιο κάτω, ξανασήκωσε τα μάτια του. Ένα δάκρυ χάραζε το μάγουλο του πατέρα. Σιωπή...
Κι ύστερα ακούστηκε κι άλλο αεροπλάνο να πλησιάζει. Κι άλλες προκηρύξεις και ξανασήκωσε το βλέμμα στον ουρανό.
Το κατέβασε.
Μόνος. Στο πλακόστρωτο του πάρκου της ΧΑΝΘ. Η πλατεία της Έδεσσας είχε διαλυθεί γύρω του. Ο πατέρας του, χρόνια τώρα που έχει αποσυρθεί στο χωριό. Τον πλησίασε ένα πρεζόνι:
"Φίλε, έχεις ένα ευρώ";

Σχόλια

Ο χρήστης maya είπε…
φτάσαμε πάλι σε εκλογές ?

μην κλαίμε .
οργή ναι
και φέτος λέω, και ψήφος ναι .
καιρό έχω .

αφού το λευκό μου δεν μετράει ...


καλά είσαι διαστήματα μου ?
χάθηκες .

καλησπέρα
χχχχχχχχχχχ
Ο χρήστης aggelos-x-aggelos είπε…
Από ότι βλέπω κάναμε και οι δυο μας ένα πολύ μεγάλο διάλειμμα. Για να σηκώνουμε μανίκια σιγά σιγά :))))

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ