Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η θυσία του Αβραάμ


Ο Αβραάμ ήταν "θρανίο" μου σε όλο το Λύκειο. Είχαμε καθίσει στο ίδιο θρανίο και στη Β Γυμνασίου, για μια περίοδο κι είχαμε αποφασίσει ότι ταίριαζαν τα τσανάκια μας. Έξυπνοι, αλλά όχι εξυπνάκηδες, κολλούσαμε τους καθηγητές που μας κολλούσαν κι αφήναμε τους άλλους στην ησυχία τους. Κι όποιος ήταν "ξηγημένος" είχε να κάνει με μελετηρούς μαθητές.

Με άλλα λόγια, διαβάζαμε για τη Χημεία, επειδή αγαπούσαμε τον Θόδωρο τον Χημικό, διαβάζαμε Ιστορία, επειδή ο Ηλίας απογείωνε το μάθημα με γνώσεις που, εκείνες τις εποχές, ούτε τις φανταζόμασταν και κλέβαμε ματιές κάτω από τις φούστες της φιλολόγου, η οποία, αν και μεγάλη για μας, είχε πόδια απίστευτα.

Το κόλπο με τη φιλόλογο ήταν απλό: Πετούσες το στιλό κάτω κι έσκυβες να το πάρεις. Κάρφωνες τα μάτια μεταξύ των ποδιών και σηκωνόσουν αργά, αρχοντικά, έχοντας ταξιδέψει ως τον παράδεισο. Γιατί παράδεισος ήταν τότε ένα μικρό τριγωνάκι υφάσματος -συνήθως λευκό, ή μαύρο (τα σαμπανιζέ και τα μοβ ήρθαν στη μόδα όταν αποκτούσαμε τα πρώτα μας παιδιά).

Μόνον που ο παράδεισος του Αβραάμ ήταν εντελώς διαφορετικός από το δικό μου. Ο δικός μου είχε κατασκευαστεί από έναν Θεό και για να μπεις σ αυτόν έπρεπε να κάνεις το σταυρό σου. Ο παράδεισος του Αβραάμ είχε κατασκευαστεί από τον ίδιο Θεό, αλλά για να μπεις σ αυτόν αρκούσε να διαβάσεις έναν ψαλμό στο Ταλμούδ.

Μπερδεμένα πράγματα. Ως ένα σημείο όλα ήταν ίδια. Αβραάμ εγέννησε Ισαάκ, Ισαάκ εγέννησε Ιακώβ και πάει λέγοντας. Η ίδια Σάρα -αν και στα 90- αποκτούσε το ίδιο παιδί, ο ίδιος πατέρας έπαιρνε το δρόμο να το θυσιάσει, το ίδιο κατσίκι έπεφτε νεκρό από το μαχαίρι, ο ίδιος Ισαάκ εξαφανίζονταν σε ένα σύννεφο. Από ένα σημείο κι έπειτα, όμως, στα χρόνια του Ηρώδη, τα πράγματα άλλαζαν. Για μένα γεννιόταν ο Μεσσίας. Για τον Αβραάμ ο Μεσσίας... αναμένονταν. Ζεσταίνονταν δίπλα στη γραμμή του άουτ, περιμένοντας την εντολή του πατέρα-κόουτς να μπει μέσα και να μην αφήσει κολυμπηθρόξυλο. Να τα διαλύσει όλα και να δείξει σε όλους ποιος είναι ο επιούσιος λαός. Φαίνεται, όμως, αν κρίνω από την αναμονή του Αβραάμ που συνεχίζεται, ότι ο δικός του Μεσσίας κάηκε στο ζέσταμα....

Αντιθέτως ο δικός μου είχε έρθει, είχε γίνει King of the world, είχε βγει στην πλώρη αγκαλιά με τη Μαρία Μαγδαληνή ουρλιάζοντας, αλλά μετά, αντί να βυθυστεί το καράβι, ήρθε ο κολλητός του, ο Γιαχουντά, του ΄ριξε ένα σβουριχτό φιλί και ο (Θε)άνθρωπος βρέθηκε σταυρωμένος, χέρια ψηλά κι όλα τα φτάνω, Ηλί Ηλί λαμά σαβαχθανί, τετέλεσται κι άλλα τέτοια...

Τελικό αποτέλεσμα, μηδέν εις το πηλίκον. Γιατί ο μεν δικός του Μεσσίας δεν είχε έρθει ακόμα, ο δε δικός μου και με το που ήρθε, τί κατάλαβε; Nothing, που λένε οι Αγγλοσάξονες. Nada, που λένε οι Ίβηρες κι οι νοτιοαμερικάνοι. Καπούτ, που λένε οι Γερμανοί, μποκ που λένε οι Τούρκοι.

Κι ενώ εμείς ψάχναμε τις διαφορές μας (τελικά και οι δύο είχαμε δυο μάτια, μια μύτη, δυο αυτιά -μόνο σε κάτι διαφέραμε, αλλά αυτό είναι σόκιν και δε θα σας το πω), ήρθε ο Ταμπακέογλου. Θρησκευτικός -έτσι τους αποκαλούσαμε τότε τους Θεολόγους. Και βάλθηκε να κάνει Χριστιανό τον Αβραάμ.

Καλό παιδί εκείνος, αντιλήφθηκε ότι ο Ταμπακέογλου είχε απωλέσει κάθε ίχνος λογικής και εξυπνάδας κατά τα φοιτητικά του χρόνια κα παρά την πίστη του δεν είχε καταφέρει να τα ανακτήσει, αποφάσισε να πάει με τα νερά του. Κι έτσι άρχισε η κατήχηση του Αβραάμ.

Ο ατυχής συμμαθητής μπορούσε να πάει στο γραφείο του Λύκου (κατανοητή, νομίζω, η έννοια, ο όρος είναι δόκιμος και σήμερα, 27 χρόνια μετά) και να ζητήσει απαλλαγή. Αποφάσισε, όμως, να το παίξει το παιχνίδι, ως το τέλος. Καθόταν (με σταυρωμένα τα χέρια) την ώρα της προσευχής, καθόταν την ώρα του μαθήματος κι άκουγε πού χρησιμοποιείται το Άγιο Δισκοπότηρο (μπας και ήθελε να πάρει κανένα για το σπίτι), καθόταν και διάβαζε βίους αγίων. Ώσπου φθάσαμε στο Πάσχα.

Ο Ταμπακέογλου αποφάσισε να μας μιλήσει για το νόημα των ημερών. Κι έτσι το Πάσχα και μετά το Πάσχα κι άλλα τέτοια. Σήκωσε το χέρι ο Αβραάμ:

"Κι εμείς γιορτάζουμε Πάσχα", του είπε.

"Ναι, αλλά το δικό σας δεν είναι το σωστό..."

"Και γιατί δεν είναι το σωστό";

"Γατί δεν αναστήθηκε ο Μεσσίας..."

"Ποιος Μεσσίας; Ο Μεσσίας δεν ήρθε ακόμη..."

"Πώς δεν ήρθε παιδάκι μου; Γεννήθηκε τα Χριστούγεννα και σταυρώθηκε το Πάσχα..΄."

"Α, αυτός ο Μεσσίας..."

"Εμ, ποιος άλλος;"

"Εγώ νόμιζα ότι λέτε για τον Μεσσία για τον οποίο μίλησαν οι προφήτες, όπως ο Ηλίας".

"Ε, γι αυτόν λέω"...

"Μα πώς λέτε γι αυτόν, αφού ακόμη δεν ήρθε";

"Πώς δεν ήρθε";

"Ποιος ήρθε";

"Ο Μεσσίας"!

"Ποιος Μεσσίας; Ο δικός σας ή ο δικός μου";

"Ένας είναι ο Μεσσίας"!

"Σωστά. Αλλά αυτός δεν ήρθε"...

"Μα πως δεν ήρθε... Ήρθε και σταυρώθηκε...¨

"Α, αυτός..."

"Ναι, αυτός"!

"Ο δικός σας"!

"Όχι ο δικός μας. Ο ένας κι αληθινός"!

"Και πού το ξέρετε αυτό;"

"Το είπε ο ίδιος... Εγώ ειμί η αλήθεια και το φως"...

"Καλά, αλήθεια και φως είναι. Μεσσίας, όμως";

"Μα ο Μεσσίας είναι το φως, είναι η αλήθεια..."

"Κι ο λόγος του Θεού ποιος είναι";

"Ο Χριστός"!

"Κι ο Χριστός";

"Ο Μεσσίας"!

"Πολυθεσίτης ο Μεσσίας..."

Με την τελευταία ατάκα του Αβραάμ, όσοι είχαν καταφέρει να κρατηθούν, ξέσπασαν σε γέλια, χειροκροτήματα, ιαχές, ποδοβολητά. Ο Θρησκευτικός είχε χάσει το παιχνίδι, όπως η Μπουρδαβάνη, πριν από αυτόν, που είχε μια μανία στις αιρέσεις και είχαμε αναγάγει σε επιστήμη να βρίσκουμε, σε παλαιοπωλεία, ευαγγέλια στην "καθομιλόυμένην" των συνταγματαρχών, για να της τα εμφανίζουμε κι εκείνη, με την επιστημονική της κατάρτιση, να διαγιγνώσκει ότι ήταν "αιρετικά, κάποια από τα απόκρυφα ευαγγέλια και να τα κάψεις τάχιστα, για να μην καείς στις φλόγες της κολάσεως"! Έκανε και το λάθος να πει:

"Ησυχία! Χάβρα το κάνατε εδώ μέσα"!

"Προσβλήθηκε" δήθεν ο Αβραάμ, "σας παρακαλώ, για μένα χάβρα είναι η εκκλησία μου" του ειπε και, με απόλυτη σοβαρότητα, του ανακοίνωσε πως δε θα ξαναπαρακολουθούσε το μάθημά του. Ως το τέλος της χρονιάς, συντετριμμένος ο Ταμπακέογλου, προσπαθούσε να μεταπείσει τον Ισραηλινό συμμαθητή μου να επιστρέψει στην οδό της Αλήθειας και του ενός και μοναδικού Μεσσία. Δεν τα κατάφερε... Κι έμεινε με αποκούμπι εμένα, που προσπαθούσε να με πείσει ότι ο άνθρωπος δεν είχε αποικήσει στη γη, όπως έγραφε ο Ντένικεν, αλλά είχε πλασθεί από ένα καλό γέροντα, που τις ελεύθερες ώρες του ήταν αγγειοπλάστης κι είχε ένα γιο μαραγκό.

Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.


ΥΓ. Η ανάμνηση (που είναι ελαφρώς αλλαγμένη από όσα, πραγματικά, συνέβησαν το 1979 στο Α Μικτό Λύκειο Τούμπας, όπως και τα ονόματα) μου ήρθε όταν διάβασα αυτό, στο blog του Ανέμου.


Η φωτογραφία είναι του Γιώργου Πεντζίκη και την πήρα από εδώ. Ζητώ την κατανόηση του δημιουργού.

Σχόλια

Ο χρήστης ria είπε…
απαιχτος ο αβραάμ και πολύ ωραία η ατάκα του!

πολυθεσίτης ο μεσσίας!

να 'σαι καλά, μου έφτιαξες τη μέρα!
Ο χρήστης koulpa είπε…
παπαπα.. τα φοβάμαι τα θρησκευτικά.. και την ιστορία.. και το ποδόσφαιρο..:):)
καλό μήνα:):)
Ο χρήστης NY ANNA είπε…
Λείπω... ανελλιπώς!
Και προσεχώς εξαφανίζομαι κιόλας!
Γι' αυτό και το μυαλό μου σε ωράριο θερινό.
Χωρίς πολλές σκέψεις.
Μόνον αισθήσεις.
Εξού και το... copy/paste των ευχών στις αδυναμίες μου...
Λόγω... θερινού κι άρνησης να κάτσω με τις ώρες μπροστά στον υπολογιστή.
Μια ματιά μόνο, τίποτε άλλο.
Και προσεχώς καθόλου.
Από Σεπτέμβρη πάλι...
Βλέπετε, είμαι ο οπαδός του Ουίλιαμ Φώκνερ...
"Μακρύ, καυτό καλοκαίρι"...
Το ίδιο εύχομαι και σε σένα...
Τα φιλιά μου...
Καλό μήνα...
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ ria

Σ ευχαριστώ. Ο Αβραάμ παραμένει άπαιχτος και, με την πρώτη ευκαιρία, θα ποστάρω μια ανάλυσή του για το Μεσανατολικό, που θα αφήσει πολλούς με ανοικτό το στόμα. Όπως καταλάβατε, είναι και Εβραίος και κομμουνιστής!

@ koulpa

Να το... κοιτάξεις! Εγώ, πάλι, φοβόμουν τα μαθηματικά. Κι ακόμα τα φοβάμαι. Ειδικά όταν έρχεται η ώρα να προσθέσω τα χρέη στις πιστωτικές. Τρέμω.
Καλό μήνα και σ΄ εσένα.
@ NY ANNA

Να περνάς καλά! Να ΄ναι το καλοκαίρι σου όσο μακρύ θες (σε Τζον Χολμς ένα πράμα) και όσο ζεστό επιθυμείς. Και, για να μην αισθάνεσαι μόνη, από Δευτέρας θα... λιάζομαι κι εγώ.
Ο χρήστης maya είπε…
μόλις διαβάζω για πλάκες σχολικές
ένα ταράκουλο το παθαίνω
ότι κάποιος θάρθει να με πάει πίσω σηκωτή.
τι καλά που τελειώσαμε με αυτό το μαρτύριο!

η ιστορία σου βέβαια με χιούμορ
αλλά πάνω στην φάση
μόνο το συναίσθημα κυριακής βράδυ έχω
με μουσική υπόκρουση "αθλητική κυριακή"
το δωμάτιο χάος
και γω αδιάβαστη
και τα σκονάκια ατέλειωτα...

απαπα...

διακοπεύεις? αχ μπράβο!
χχχχχχχχχχχχχχ
Ο χρήστης Μαριλένα είπε…
Διαστήματα, να περνάς καλά :))
πως πέρασε μωρέ έτσι ο καιρός;
σα χτες μου φαίνεται πως διάβαζα τις περσυνες σου περιπέτειες..
με τη θεία ήταν ή δε θυμαμαι καλά;

όπως και να 'χει σε φιλώ κι εύχομαι να ξεκουράζεσαι τουλαχιστον.
μετα το χειμώνα που περασες, το δικαιουσαι :)))

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ