Πλάνταξα από το κλάμα, σου λέω, Μαριάνθη μου! Να μας κάνουν, εμάς, τέτοιο κακό, που έπεσαν στα ξένα χέρια και τους μαζέψαμε και τους κάναμε ανθρώπους; Γιατί, για πες μου, Μαριάνθη μου... Αν δεν τους περιποιηθήκαμε εμείς, ποιός; Ποιός άλλος τους μάζεψε, τους έντυσε ,τους τάισε, τους πότισε. Κι αυτοί μας πότισαν φαρμάκι, Μαριάνθη μου... Έβλεπα, στην αρχή, τα 12άρια να έρχονται το ένα πίσω από το άλλο και έπαιρνα θάρρος, έλεγα, να! Θα γυρίσει το Καλομοιράκι με την πρωτιά, θα πάρω, αλα μπρατσέτα, τη Μαριάνθη και θα πάμε να το υποδεχτούμε στο αεροδρόμιο, όπως τότε, τον Όττο. Αλλά αυτοί, μου το είχαν φυλαγμένο... Φίδια έτρεφα στον κόρφο μου, Μαριάνθη μου. Γιατί, μάρτυς μου ο Θεός κι ο Άγιος Κελεστίνος, που γιορτάζει σήμερα, αν άφησα αβοήθητο πρόσφυγα από τη Σοβιετική Ένωση, να μου κοπεί το χέρι από τον αγκώνα και να μην μπορώ, του χρόνου, να πάρω μέρος στο τελεβόοουτινγκ. Και να πώς μου το ξεχρέωσαν. Μου το πίκραναν το κοριτσάκι μου. Τα είδα, εγώ, τα ματάκια του, πώς βούρκωσαν όταν άρχισαν ...
KENA ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ