Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούλιος, 2007

Σκέψεις του καφέ - Μέρος 8ο

Τον είδε, ευθυτενή, κοτσονάτο γέρο, να παίρνει την κατηφόρα. Πήγε να του φωνάξει, αλλά τι να του πει; Φαινόταν πνιγμένος στις σκέψεις του. Κι εκείνη είχε τόσες δουλειές να κάνει. "Θα με πάρει, πάλι, το βράδυ"... Μόνη της το ΄λεγε αυτό, κάθε τόσο. Με το που ξεκινούσε μια δουλειά, είχε το φόβο να προκάμει. Ένα άγχος και μια αγωνία, λες κι αν δεν προλάβαινε, κάποιος θα τη μάλωνε, θα της έκοβε το μισθό. Αλλά είχε να το περηφανεύεται η Μόρφω. Στα τόσα χρόνια νοικοκυρά -και μιλάμε, τώρα, για δεκαετίες, θα μπορούσε να πάρει σύνταξη- ποτέ δεν άφησε δουλειά στη μέση. Μπορεί να την έπαιρνε η νύχτα, αλλά εκείνη θα τελείωνε. Μόνο μια φορά... Σαν τώρα το θυμότανε... Τίναξε το κεφάλι της, λες και ήθελε να σταματήσει τη σκέψη. Να τη διώξει. Να τη βγάλει από το μυαλό της. Εκείνη, όμως, είχε φωλιάσει για τα καλά και θέριευε. Γιγαντώνονταν. Κάτι σαν ένας τεράστιος κισσός, ή, καλύτερα, ένα λυκόφυτο, που απλώνεται συνέχεια, πνίγοντας όλα τα υπόλοιπα. Όλο το 8ο μέρος από τις σκέψεις του καφέ, εδώ

Παιχνιδάκια για παιδάκια

Δέχτηκα πρόσκληση για συμμετοχή σε blogoπαίχνιδο. Η Ρενάτα, η Αναγεννημένη, ήταν αυτή που με προσκάλεσε. Κι είπα "ας πάει και το παλιάμπελο, ας γίνει της Αναγεννήσεως..." Δέχτηκα. Κι έχω, τώρα, να σχολιάσω τις δύο αγαπημένες της ρήσεις -αν κατάλαβα καλά, διότι με ένα μυαλό ο Χριστιανός, χειμώνες καλοκαίρια, τι να πρωτοκάμω, ο δύσμοιρος. Ρήσις α: “It is easier to fight for one’s principles than to live up to them.” Alfred Adler Άλλα λόγια ν΄αγαπιόμαστε. Δε φτάνει που είναι αλλουνού η ρήση, μου το ΄γραψε και στα Αγγλικά. Και ποιος σας είπε, κυρία μου, ότι είμαι απόφοιτος της Οξφόρδης; Στρατηγάκη και Σβάρνα πήγαινα, προ αμνημονεύτων! Κι έχω να τα μιλήσω χρόνια ολόκληρα! Αφού όταν εργάστηκα εις την Ολυμπιάδαν (όχι Χαλκιδικής, αλλά αφού όλοι οι Έλληνες μπερδεύουν την Ολυμπιάδα με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, είπα να συμμετέχω κι εγώ), τα μόνα που είπα σε κάτι Κινέζους ήταν "τόλιετς δέαρ" και σε μια Γιαπωνέζα "Γιες, δε γουέδερ ις χοτ". Κι αυτή η τελευταία, το πήρε γ

Σκέψεις του καφέ - Μέρος 7ο

Δεν είχε όρεξη, πια, για καφέ. Θα τον άφηνε να πετρώσει στο φλιτζάνι. Θα τον παρατούσε και θα ΄βγαινε μια βόλτα στη γειτονιά. Φόρεσε, στα γρήγορα, παπούτσια και πουκάμισο, έβαλε το ψαθάκι του, να μην τον πιάνει ο ήλιος, το καλό ρολόι στο δεξί –χρόνια τώρα το φορούσε στο δεξί- και διάβηκε το κατώφλι. Βγήκε στο δρόμο, κοίταξε δεξιά – αριστερά και πήρε τον κατήφορο. Κάθε φορά, αυτό έκανε. Κοιτούσε από τη μια κι από την άλλη και διάλεγε την κατηφόρα. Θυμήθηκε τότε που τον είχε ρωτήσει η Πελαγία του: «Γιατί βρε άνθρωπέ μου κοιτάς πάνω – κάτω το δρόμο και παίρνεις, πάντα, την κατηφόρα; Ξεκίνα μια φορά χωρίς να δεις. Αφού, πάλι την κατηφόρα θα πάρεις»… Χαμογέλασε… «Γυναίκα, την κατηφόρα την παίρνω εγώ, για να μην την πάρουν τα παιδιά μας»… Ένα παιδί είχε -κι αυτό, όχι από την Πελαγία. Μπορούσε να περηφανεύεται, ότι ο Σπυράκος του, ο Σπυρέτος του, το καμάρι του, δεν την πήρε ποτέ την κατηφόρα. Εκτός από εκείνη τη μοναδική φορά, όταν ήταν 22 χρονών κι είχε μπλέξει με τις παλιοπαρέες από την Αθή

6ο Μέρος - Σκέψεις του καφέ

Η Μόρφω έψαχνε, με το βλέμμα της, τον κυρ-Θανάση. Έγερνε, πότε δεξιά και πότε αριστερά, προσπαθώντας να δει στο εσωτερικό του διαμερίσματος. «Τον ευλογημένο… Πού πήγε και χώθηκε»… Θα τον φώναζε, αλλά ντρεπόταν και λίγο. Να καταλάβει ότι, τόση ώρα, είχε στημένο αυτί; Δε φτάνει που κουτσομπόλα την ανέβαζε, γλωσσοκοπάνα την κατέβαζε; Την πρώτη φορά, που την είχε αποκαλέσει κουτσομπόλα, κόντεψαν να σκοτωθούν με το Δημητρό. Τα φιλαράκια τα καλά, θα πιάνονταν στα χέρια, για τις κυράδες τους. Της έφυγε ένα γελάκι της Μόρφως. Έκλεισε τα μάτια. Ήταν σα χθες… Για τη συνέχεια, κάντε κλικ εδώ .

Μέρος 5ο

Δεν είχε όρεξη για καφέ, πια. Εκείνος περίμενε πώς και πώς να ΄ρθει η Κυριακή, για να δει τα εγγόνια του. Να δει το παλικάρι του και τη νύφη του. Κι εκείνος, τον πήρε τηλέφωνο να του πει ότι είχαν μια οικογενειακή υποχρέωση. «Οικογενειακή υποχρέωση… Εγώ, δηλαδή, δεν είμαι της οικογένειας»; Μουρμούριζε. Δεν είχε όρεξη ούτε να μονολογήσει δυνατά. Αλλά έπρεπε να το περιμένει. Χρόνια τώρα, γινόταν η ίδια ιστορία. Περίμενε το γιο του κι αυτός, δεν ερχόταν. Γιατί άραγε; Δεν είχε καταφέρει να δώσει ποτέ μια ικανοποιητική εξήγηση. Δεν ήταν, άραγε, καλός γονιός; Δέκα χρονών ήταν το παλικάρι του, ο Σπύρος του, όταν είχαν την πρώτη σημαντική τους διαφωνία. Μανιακός με τα μικιμάο, όπως τα ΄λεγε ο κυρ-Θανάσης, ήταν ο μικρός. Κάθε βδομάδα, στηνόταν στο περίπτερο κι έψαχνε, τις στοίβες με τα περιοδικά. Τραβούσε με λαχτάρα το μικρό περιοδικό, πλήρωνε «με το χαρτζιλίκι του» κι έτρεχε, σφαίρα, στο σπίτι, να ξαπλώσει στο ντιβ

Σκέψεις του καφέ -4ο μέρος

Μέτριο με ολίγη τον έπινε τον καφέ της η Μόρφω. Παλιά έβαζε δυο κουταλιές ζάχαρη και μπόλικο καφέ. Και πρόσεχε να ΄χει καϊμάκι. Καϊμακλίδικο τον έπινε και η ίδια και ο Δημητρός. Τα χρόνια, όμως, πέρασαν και, λίγο η πίεση, λίγο το ζάχαρο, αναγκάστηκε να τον νερώσει τον καφέ της και να βάζει λίγη ζαχαρίτσα «στη μύτη του κουταλιού», όπως έλεγε και στις γειτόνισσες, όταν πήγαινε βεγγέρα. Όλο το 4ο μέρος εδώ

(Κι άλλη παρένθεση)

Μη χάνουμε και το χιούμορ μας... Για να γελάσει λίγο το χειλάκι μας, κάντε κλικ εδώ . Σε λίγο το επόμενο επεισόδιο στις Σκέψεις του Καφέ .

(Παρένθεση)

Έχει καινούργιο ζόρι. Εδώ . Δύσκολο. Έκανα ώρες να το γράψω. Όλο διέκοπτα. Τελικά, δεν έχει πολλές περιγραφές. Δε μου πήγαιναν τα χέρια. Άλλες εντολές έδινε ο εγκέφαλος κι άλλα πλήκτρα χτυπούσαν τα δάχτυλα.

Σκέψεις του καφέ - 3ο μέρος

Έβγαλε κι αράδιασε όλα τα βαζάκια στον πάγκο της κουζίνας. Ελληνικό καφέ, ζάχαρη, το γλυκό του κουταλιού –βύσσινο, γιατί της άρεζε η γλυκοξινάδα του. Δίπλα έβαλε το κουταλάκι (ασημένιο και βαρύ, από την προίκα της), το τσακμάκι –έτσι τον έλεγε τον αναπτήρα ο μακαρίτης- και το γκαζάκι. Το ασημένιο κουταλάκι… Η προίκα της…. Τι της θύμιζαν όλα αυτά. Πισωπάτησε δυο βήματα και κάθισε, σιγά-σιγά, στην καρέκλα της κουζίνας. Ακούμπησε τον δεξιό αγκώνα της στο τραπέζι, που ήταν σκεπασμένο με τον λουλουδένιο λεπτό μουσαμά. Στήριξε το κεφάλι της στο χέρι κι έγειρε, λίγο μπροστά. Δυο δάκρια κύλησαν από το δεξί της μάτι. Ένας αναστεναγμός έφυγε από το στήθος της. «Αχ, Δημητρό»… Τον αγαπούσε το Δημήτρη της. Κι ας λέγανε όλοι στη γειτονιά, ότι του ΄χε φορέσει τα δυο πόδια σ΄ ένα παπούτσι. Εκείνη για το Δημητρό της νοιαζότανε. Μόνο για ΄κείνον. Κι αν του έβαζε τις φωνές, που έβγαινε, χειμώνα, με το πουκαμισάκι και το σακακάκι, ήταν γιατί δεν ήθελε να της αρρωστήσει. Γιατί ήταν δύσκολος άρρωστος ο Δημη

Σκέψεις του καφέ - 2ο μέρος

Την έκλαψε πολύ την Πελαγία. Περισσότερο κι από τη μάνα του την ίδια. Όμως τι τις ήθελε τέτοιες σκέψεις πρωινιάτικα; Ρούφηξε άλλη μια γουλιά καφέ. Δυνατά. Να το ΄φχαριστηθεί. «Βλέπω το χαίρεσαι το καφεδάκι σου! Το γλεντάς»! Αυτή η κουτσομπόλα, η Μόρφω, ακόμη απέναντι ήταν. «Ε, μια ευχαρίστηση μας έμεινε κι εμάς»… «Α, κυρ-Θανάση μου… Ο κάθε άνθρωπος έχει τις ευχαριστήσεις που θέλει να έχει. Γι αυτό και στα νιάτα κάνει λίγο κράτει, για να χαρεί στα στερνά»! «Φαρμακόγλωσση»… Αυτό το τελευταίο το είπε ψιθυριστά, αλλά του ερχότανε πολλές φορές να της το φωνάξει κατάμουτρα! Ήταν κουτσομπόλα και φαμακόγλωσση. Σκέτο δηλητήριο. Να σε πικάρει και τι στον κόσμο. Κι όταν ζούσε η Πελαγία του, δεν τους άφηνε σε χλωρό κλαρί. «Ακόμα έτσι, κυρία Πελαγία μου; Ακόμα αστεφάνωτη»; Κάθε μέρα που την έβλεπε, τη φαρμάκωνε τη γυναικούλα του με την κακία της. Αν και η Πελαγία, δεν χάριζε κάστανο. Μια φορά, δεν άντεξε άλλο, έσκασε. Και γύρισε και της είπε: «Καλύτερα αστεφάνωτη κυρία Μόρφω μου, παρά άγαμη»! Γέλα

Σκέψεις του καφέ - 1ο μέρος

Καθάρισε το λαιμό του. Τελευταία, με το που σηκωνόταν το πρωί, είχε αυτό το πρόβλημα. «Κωλοτσίγαρο»… Έπρεπε να το κόψει. Του το είχε πει κι ο γιατρός. Αλλά δεν τα κατάφερνε. Πάντα άρχιζε την προσπάθεια με θάρρος. Πετούσε το πακέτο, περνούσαν μια δυο μέρες, διαμαρτύρονταν σε όλους για τον καπνό τους και, όπως κάθε θαύμα, την τρίτη μέρα, διαλυόταν η προσπάθεια. Ξαναγόραζε πακέτο και φτου κι απ την αρχή… Σύρθηκε ως την κουζίνα. Τελευταία είχε και πόνους στη μέση. Περπάτησε σκυφτός, προς τα μπροστά, άνοιξε το ντουλάπι κι έβγαλε ζαχαρίνη και καφέ. Είχε πεθυμήσει έναν νες, έναν φραπέ, αλλά κι αυτό το απαγόρευε ο γιατρός. Κι έτσι, έπεσε στον ελληνικό. Έριξε τον καφέ στο μπρίκι με το νερό και το ακούμπησε στο μάτι της κουζίνας. Τα μάτια του θόλωσαν. Είδε μπροστά του να απλώνεται η χόβολη και τον καφέ να φουσκώνει, σιγά-σιγά. Πόσα χρόνια είχε να πιει καφέ στη χόβολη… Πάλι καλά που, πριν πέντε χρόνια, σε μια εκδρομή στην Αρναία, είχε ανακαλύψει το καφενεδάκι στην πλατεία, α

Το ζαρκάδι της Πάρνηθας

Ήταν νέο. Και περήφανο. Όταν κατέβαινε την πλαγιά κοιτούσε ψηλά. Κι όταν σκαρφάλωνε, με δυο πήδους έφθανε εκεί που ήθελε: Στον πιο ψηλό βράχο. Τον φώναζαν «Το Ζαρκάδι Της Πάρνηθας». Λες και ήταν το μοναδικό ζαρκάδι του βουνού. Ήταν, όμως, το πιο όμορφο. Το πιο περήφανο. Όταν έμαθε ότι το βουνό πήρε φωτιά, δεν το πίστεψε. Σ καρφάλωσε ως την πιο ψηλή κορυφή, για να δει από την άλλη πλαγιά –για να πειστεί. Κι όταν είδε τις φλόγες να τρέχουν προς το μέρος του, με δυο πηδήματα κατέβηκε όλο το βουνό –κι έφθασε στα πρώτα σπίτια. Μπήκε στην πρώτη αυλή, που βρήκε μπροστά του, για να σωθεί. Από το ανοικτό παράθυρο μπορούσε να βλέπει μέσα. Ένας άνθρωπος παρακολουθούσε το δελτίο ειδήσεων. Έβλεπε το βουνό να καίγεται. «Μα, αν βγει στο παράθυρό του, θα δει το ίδιο βουνό, μπροστά του, να γίνεται παρανάλωμα», αναρωτήθηκε Το Ζαρκάδι Της Πάρνηθας. Αλλά απάντηση δεν ήρθε από πουθενά. Μόνον τις μουρμούρες του ανθρώπου άκουγε, που έβριζε, πότε τους εμπρηστές και πότε το κράτος. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε κι έ

Ροκάρει η Κρατική;

Η απάντηση είναι: ΡΟΚΑΡΕΙ και βγάζει και γόμα! Όπως τα καλά λάστιχα, στη ζεστή άσφαλτο. Διότι, ο μεν Γκίλαν , είναι γνωστό εδώ και δεκαετίες ότι ροκάρει και σπινάρει, παρά τα… 62 του έτ η(γεννήθηκε στις 19 Αυγούστου 1945, άρα Λέων, άρα αρχηγός –έτσι εξηγείται και η κόντρ α με τον Ρίτσι Μπλάκμουρ). Άρα, το ζητούμενο ήταν αν μια ελληνική συμφωνική κρατική ο ρχήστρα, η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης , θα μπορούσε να ροκάρει. Και η ΚΟΘ, το βράδυ του Σαββάτου 30 Ιουνίου, στο Θέατρο Γης, τα κατάφερε! Η βραδιά άρχισε κλασσικά: Μπιζέ και η εισαγωγή από την όπερα Κάρμεν. Χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, αλλά με τον διευθυντή ορχήστρας Φρίντεμαν Ρίελε να μας προετοιμάζει για το τι θα ακολουθήσει: πάθος και βελάδα με… μπλουτζίν παντελόνι από κάτω! Ο Χαράλαμπος Αγγελόπουλος ανέλαβε, ως σολίστας στο πιάνο, να δώσει τον καλύτερό του εαυτό στη Γαλάζια Ραψωδία του Γκέρσουιν. Τώρα, για ΄μένα που η Γαλάζια Ραψωδία είναι ό,τι πιο συγκινητικό έχω ακούσει, οποιαδήποτε κρίση είναι υποκειμενική. Πιστεύω, όμως