Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τι Σάββατο!...


Θεέ μου, τι Σάββατο!
Όλα άρχισαν από το πρωί. Την ώρα που μιλούσα με την πρώην μου, στο τηλέφωνο, για να συναντηθούμε και να δω το παιδί, ήρθε το πρώτο περιστατικό.
Και να πεις ότι έφταιγε ο διάλογος; Τελευταία είναι ιδιαίτερα ευγενική, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να πω και πολλά και να της κάνω –και αυτηνής και της κόρης μου- όλα τα χατίρια:

«Να πάμε το παιδί σινεμά…»

«Αύριο το πρωί;»

«Γιατί όχι σήμερα το απόγευμα;»
«Δεν έχει παιδικές ταινίες το απόγευμα».
«Της αρέσει πολύ»…

Και πώς να μην της αρέσει, δηλαδή, με πατέρα ψυχασθενή σχετικά με το σινεμά. Που έχει δει κι εγώ δεν ξέρω πόσες ταινίες, από το 1978 και μετά (τότε κατάλαβε τι κουβαλούσε στο… βρακί του).

Αλλά ούτε κι η συζήτηση με την κόρη μου εμπεριείχε κινδύνους ή προετοίμαζε την κατάσταση για ό,τι θα ακολουθούσε:

«Τι κάνεις εκεί τώρα, μπαμπά»;
«Χαϊδεύω τον γάτο, όσο σε ακούω»…
«Έχεις γάτο»!
Αυτό το τελευταίο ακούστηκε από τη Μαρτίου στην Καλαμαριά, χωρίς τη βοήθεια τηλεφώνου. Τσιροκοπούσε επί ώρες, ζητώντας απίθανα πράγματα:

«Κάν’ τον να νιαουρίσει να τον ακούσω… Έλα ρε μπαμπά… Κάνε μου αυτήν τη χαρούλα…»
Ακολούθησαν άοκνες και επιστάμενες προσπάθειες να νιαουρίσει ο Σαγιονάρας. Ο οποίος Σαγιονάρας είναι ο γάτος της νυν μου, άρα αποκρουστικός και απεχθής για την πρώην μου. Έλα, όμως, που η κόρη μου έχει μανία να αποκτήσει πετ…
Ο Σαγιονάρας, όμως, δε νιαούριζε με τίποτα. Τον χάιδεψα, τον τσίμπησα, τον έτριψα, τον έξυσα, τίποτα… Καθόταν ακίνητος, ως μπιμπελό, στη ράχη του καναπέ, πάνω στην κουβέρτα του, μισοέκλεινε τα ασιατικά του μάτια (είναι σιάμ) κι απολάμβανε ό,τι κι αν του έκανα, αφού γι αυτόν έγραψε ο Μανώλης Ρασούλης το τραγούδι «Μη μ αποκαλείς τεμπέλη».
Ευτυχώς που το σπίτι διαθέτει και δεύτερη γάτα. Θηλυκιά. Ψωροπερήφανη, αλλά και ζηλιάρα. Που όταν είδε τα ταχταρίσματα του μικρού της αδελφού (με τον οποίο δε δίστασε να ζευγαρώσει στα νιάτα της η ξεδιάντροπη), νιαούρισε για να πάρει κι εκείνη.

Ακολούθησαν νέες ιαχές της μικρής, που, πλέον, είχε ξεφύγει κι η κουβέντα πήρε ανεξέλεγκτη τροπή:

«Ρε μπαμπά, θέλω ένα ζωάκι»…
«Αν σου πάρω ζωάκι θα με ρίξει η μάνα σου στο Κολοσσαίο».

«Τι είναι το Κολοσσαίο»;
«Εστιατόριο για λιοντάρια».

«Καλό»;
«Παλιό. Κλασσικό θα έλεγα».

«Με ρουστίκ έπιπλα»;
«Με μαρμάρινα»…
«Α, πολύ προχώ! Πάντως εμένα μου αρέσουν τα άλογα»…
«Μικρή, ξεφεύγεις»…

«Αφού μ αρέσουν. Θα μου πάρεις»;

«Δεν το γλιτώνω το Κολοσσαίο… Και πού θα το βάλεις ολόκληρο άλογο παιδάκι μου; Στο δωμάτιό σου, ή στο μπάνιο»;
«Στο μπάνιο θα προτιμούσα κροκοδειλάκι».
«Τα κροκοδειλάκια έχουν ένα κακό»…

«Ναι; Τι»;

«Μεγαλώνουν»…

Εκεί μπήκε στην κουβέντα η πρώην μου:

«Γίνονται, όμως, πολύ ωραίες τσάντες και παπούτσια»…

Είχε σηκώσει το ντούμπλεξ τηλέφωνο κι άκουγε, μην τυχόν πω κάτι στο παιδί και το αποπλανήσω, το κάνω να με συμπαθήσει και ζητήσει να ΄ρχεται μόνο του στα ραντεβού μας, ή –ακόμη χειρότερα- στο σπίτι μου. Ακολούθησε μια ουδέτερη κουβέντα για τα σινεμά και το πού παίζεται το Σρεκ 3 και τότε με ΄πιασε: Ένας πόνος δυνατός, σα σουβλιά, στο αριστερό μέρος του στήθους.
Γονάτισα. Έκλεισα κακήν κακώς το τηλέφωνο και φώναξα την νυν. Με πήγε, με χίλια ζόρια, στον καναπέ, καθώς έχουμε μια διαφορά 80 κιλών και 60 εκατοστών.

Ο πόνος δεν έλεγε να φύγει και αποφασίσαμε να καλέσουμε ασθενοφόρο –καθότι την έχω την πιεσούλα μου και το ζαχαράκι μου, κάτι που σημαίνει ότι κάθομαι στον προθάλαμο του καρδιοεγκεφαλικού επεισοδίου.
Τι το ήθελα το ΕΚΑΒ; Με κάνανε χειρότερα.

«Ναι, σας τηλεφωνώ από Καλαμαριά, είναι ο σύντροφός μου, που έχει πολλά κιλά, είναι 44, κι αισθάνεται μια σουβλιά στο… Ναι, εδώ είναι. Να σας μιλήσει; Μπορείς να τους μιλήσεις»;
Δεν μπορούσα, αλλά τι να ΄κανα. Πήρα το τηλέφωνο. Συστηθήκαμε: Εγώ αυτός που δεν αισθάνεται καλά. Εκείνος, τηλεφωνητής του ΕΚΑΒ. Ζήτησα το γιατρό, μπας και με καθησύχαζε, ή έστελναν ασθενοφόρο να με πάρουν, αφού ο πόνος δεν έλεγε να υποχωρήσει. Η απάντηση, μ άφησε παγωτό:

«Δεν παίρνετε καλύτερα ένα τηλέφωνο στο νοσοκομείο ΙΚΑ, στο Φοίνικα; Ο γιατρός λείπει σε δρομολόγιο»…
Πήρα. Ο πόνος εκεί. Ξανά η ίδια κουβέντα, ξανά συστάσεις, ξανά τηλεφωνητής. Με παραπέμπει σε γιατρό. Το σηκώνει νοσοκόμα. Ξανά συστάσεις, ξανά η καταγραφή των συμπτωμάτων και, τότε, έρχεται η απάντηση:

«Κοιτάξτε, διάγνωση από το τηλέφωνο, δεν μπορούμε να κάνουμε. Να ΄ρθείτε εδώ»!
«Αυτό πήγα να κάνω, αλλά πώς»;

«Να επικοινωνήσετε με το ΕΚΑΒ»!
Ξανά, μανά, τηλεφώνημα στο ΕΚΑΒ.
«Ο γιατρός δεν επέστρεψε από το δρομολόγιο. Θα πρέπει να περιμένετε».

«Μήπως να ερχόταν ένα απλό ασθενοφόρο να με πάρει»;
«Κι αν χρειαστεί απινιδωτής; Δεν παίζουν με αυτά κύριε»…
Ευτυχώς, ο πόνος υποχώρησε. Είχε περάσει μία ώρα. Αν ήταν καρδιακό, θα βρισκόμουν, τώρα, με ξύλινο κουστούμι, μεταξύ συγγενών και φίλων, που οι μισοί θα θυμόντουσαν τι καλό παιδί ήμουν κι οι άλλοι μισοί θα μεθοκοπούσαν στο πίσω δωμάτιο στη μνήμη μου…
Με το που ησύχασα (κι αφού μίλησα με την πρώην μου, που ανησύχησε, γιατί με είχε ακούσει να μιλάω με τη φωνή του νεκρού), η νυν μου αποφάσισε ότι ήθελε ψάρι και μ΄ έστειλε να κάνω μερικά ψώνια. Ήμουν πολύ καλύτερα, την ήθελα και τη βόλτα, και πήγα πρόθυμα.
Γύρισα πριν το ματς. Ήρθε κι ο αδελφός μου (που ήταν σε κάτι βαπτίσια στη Μελίκη) και καθίσαμε να δούμε τον ΠΑΟΚ.

Πίκρα. Να παίζεις καλύτερα και να μένεις στο 2-2. Δε θα επεκταθώ, σεβόμενος το γυναικείο κοινό του Blog. Αλλά τέτοια γκαντεμιά… Πού να ήξερα τι θα ακολουθούσε…

Ο αδελφός μου έφυγε από το σπίτι γύρω στις 11. Τα ματάκια μου έκλειναν και, τα μεσάνυχτα, βρισκόμουν λίγο πριν το κρεβάτι μου. Ξέρετε: Σε εκείνη την κατάσταση που ακούς, αλλά δεν καταλαβαίνεις, που το κεφάλι κάνει κυκλικές κινήσεις, για να καταλήξει, με ορμή, είτε προς τα μπρος, χτυπώντας την άνω με την κάτω γνάθο και δαγκώνοντας τη γλώσσα, είτε προς τα πίσω, στον τοίχο πίσω από τον καναπέ, με εκείνον τον υπόκωφο γδούπο. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο αδελφός μου:

«Πώς είσαι»;

«Νυσταγμένος… Εσύ»;
«Δεν είμαι καλά»…

«Για το καλό σου, να λες αλήθεια»…

«Δεν κάνω πλάκα. Είμαι χάλια. Πονάει το στομάχι μου. Φρικτά»…
«Κάτι θα έφαγες»…
«Μωρέ, πολλά έφαγα. Άλλα καλά, άλλα πολύ καλά. Έφαγαν κι άλλοι, όμως…»

«Κι εκείνοι είναι καλά»;
«Μια χαρά»…
«Δεν παίρνεις το ΕΚΑΒ…»

«Θα το πάρω»…

Το πήρε. Και το ΕΚΑΒ δεν πήγαινε να τον πάρει:

«Δεν ερχόμαστε για πονόκοιλους, κύριε»…

«Ρε παιδιά, λιποθυμάω… Μένω στον τέταρτο και δεν έχει ασανσέρ. Δεν μπορώ να περπατήσω…»
«Ας σας κουβαλήσει κάποιος»…
«Ρε παιδιά, σοβαρευτείτε… Η γυναίκα μου θα το κάνει αυτό; Δεν έχω κάποιον άλλον»…
Αφού τα παρακάλια έγιναν απειλές («ή θα ΄ρθείτε ή θα κάνω καταγγελία στα κανάλια, ο
θείος μου είναι δημοσιογράφος, ο αδελφός μου οπερατέρ κι ο μπατζανάκης μου στέλεχος υπουργείου») το ΕΚΑΒ έστειλε ασθενοφόρο. Στο μεταξύ, είχα αφήσει στο σπίτι τον ύπνο, είχα πάρει τη νυν και είχαμε σπεύσει προς βοήθεια…
Βρεθήκαμε στο ΑΧΕΠΑ, το οποίο διανυκτέρευε.

«Τι, εδώ τον φέρατε»;

«Εμείς τον φέραμε, γιατρέ; Το ΕΚΑΒ»!

«Με αυτά τα συμπτώματα έπρεπε να τον πάνε στο Λοιμωδών! Εκεί θα το αντιμετώπιζαν καλύτερα».
«Ναι, αλλά τον έφεραν εδώ. Τι να κάνουμε, τώρα»;
«Εσείς, τίποτα. Εμείς θα κάνουμε»…
«Ε, κάντε το, λοιπόν, που υποφέρει»…

«Μη βιάζεστε, κύριε. Θα δούμε πόσο υποφέρει»…

Ο γιατρός –συγγενής του μαρκησίου ντε Σαδ και, προφανώς, συγγραφεύς του «Σαλό», έκλεισε την πόρτα μπροστά στα μούτρα μας και μας άφησε να αγωνιούμε. Είκοσι λεπτά μετά, η πόρτα άνοιξε κι ο αδελφός μου ξεπρόβαλε άσπρος-άσπρος, σα πανί, με σερνάμενα βήματα και ένα χάρτινο επινεφρίδιο (για τον εμετό) στα χέρια.
«Θα βγεις έξω»;

«Τουαλέτα»…
«Κι εγώ που νόμιζα ότι θα πας σε μπαράκι»…

Πήγαμε παρέα στην τουαλέτα. Πέντε λεπτά μετά, ο χώρος είχε αποκλειστεί από το ειδικό σώμα καταπολέμησης χημικού πολέμου. Το χρώμα στα πλακάκια –ως ψηλά στο ταβάνι- είχε αλλάξει, μετά τις ειδικές παρεμβάσεις του αδελφού μου. Απόρησα για το πώς τα κατάφερε, αλλά δεν είχα καμία όρεξη να το ξαναδώ. Αποτρέψαμε, με περισσή ευγένεια, έναν που ήθελε να μπει στο χώρο (σ.σ. «άστο, φιλαράκι, μην μπαίνεις καλύτερα») κι ο μικρός (αδελφός) επέστρεψε στα κατεπείγοντα της παθολογικής.

Του έβαλαν ορό, του πήραν αίμα και πήρα τα μπουκαλάκια να τα πάω στην αιμοληψία. Χτύπησα και δεν απάντησε κανείς. Ξαναχτύπησα, πάλι κανείς. Άνοιξα, απορημένος, για να δω μέσα έναν γιατρό και μια νοσοκόμα να προσπαθούν να πάρουν αίμα από ένα κοριτσάκι. Εκείνο τσίριζε (κι εγώ θα τσίριζα αν μου είχαν κάνει τέτοιο κεφαλοκλείδωμα) κι ο γιατρός τα ΄βαλε μαζί μου, που άνοιξα την πόρτα, χωρίς να ακούσω «εμπρός». Λες και γνώριζα αν πίσω από την κλειστή πόρτα ήταν ιατρείο, προθάλαμος, αίθουσα αναμονής του αιματολογικού, ή εργαστήριο. Τι να του πω, είχε κι αυτός το ζόρι του. Τελικά, η πόρτα άνοιξε, ήταν η νοσοκόμα, έδωσα τα μπουκαλάκια και ρώτησα:
«Σε πόση ώρα τα αποτελέσματα»;
«Σε δυο ώρες».
Γύρισα και ρώτησα έναν από αυτούς που περίμεναν αν είχα ακούσει καλά. Είχα ακούσει.

Η νυν πήγε να βρει τσιγάρα και καφέ. Εγώ βολεύτηκα στα σιδερένια καθίσματα έξω από το θάλαμο κι άρχισα να παίζω σνέικ στο κινητό, μπας και ξεχαστώ. Σκέφτηκα να ποστάρω κάτι, αλλά 3g σήμα δεν υπήρχε ούτε για δείγμα.

Στο διάδρομο, ο κόσμος όλος. Και όλο κι έρχονταν κι άλλοι.
Εκεί βρήκαμε τη Λιλή. Είχε πιεί λίγο παραπάνω και δε συμφωνούσε σε τίποτα με το δικό της:

«Κάτσε, Λίλη μου, να ξεζαλιστείς»…
«Ρε σάλτα και… που θα μου πεις τι να κάνω»…
Από έξω και οι φιλενάδες της:

«Κάνε ρε Λίλη αυτό που σου λέει ο Κώστας, το καλό σου θέλει»…
«Φύγε κι εσύ από δω! Νομίζεις δεν έχω καταλάβει τι κάνετε κάθε φορά που έρχεται να σου ρυθμίσει το βίντεο! Κι εσύ μωρή, τόσα χρόνια πέρασαν! Πάρε ένα dvd»!
Εκεί ήταν κι η γιαγιά Αθανασία. Στα επείγοντα. Είχε βγάλει ένα σπυρί στη μασχάλη.

«Καλά ρε γιαγιά, σε νύχτα υπηρεσίας θυμήθηκες να ΄ρθεις να δεις το σπυρί; Δεν μπορούσες να ρθεις μέρα»;

«Σιγά μη με έβλεπες, μέρα. Θα μου κλείνατε ραντεβού μετά από δύο μήνες»!

«Και το σπυρί από πότε το ΄χεις»;
«Ε, να μην το ΄χω κανα τρίμηνο»;

Λίγο αργότερα ήρθε ο Σπύρος. Με ελαφρύ εγκεφαλικό. Τυλιγμένος με το κασκόλ του ΠΑΟΚ, λες και ήταν Γενάρης. Οι γιατροί προσπαθούσαν να μάθουν αν είχε ιστορικό:

«Πες μας, ρε Σπύρο, τι έγινε»;

«Μα να είμαστε καλύτεροι και να φέρουμε 2-2»!
«Το χεις ξαναπάθει»;

«2-2! Το καταλαβαίνεις; 2-2»!
«Θα πάρεις αυτό το φάρμακο»;
«Είσαι μια ουσία, ουσία μαγική»!

«Το κεφάλι σου, πώς το αισθάνεσαι»;
«Τραλαλά! Λαλά! Δεν είμαστε καλά, στα μυαλά μας»!

«Ρε Σπύρο, έλα να κάνουμε τη δουλειά μας»…

«Θα μας πρήζουν τ’ αρχ@@ια τώρα οι Αρειανοί»!

Ύστερα ήρθε ο Κωστάκης. Σε καρότσι. Πού να περπατήσει από τη ντάγκλα. Το συνόδευαν οι γονείς του. Από καλή οικογένεια (έτσι είναι, αυτά τα πράματα δε διαλέγουν πόρτες. Χτυπούν όποια να ΄ναι). Καλοντυμένοι κι οι δύο, πρέπει να ήταν έξω, Σαββατόβραδο.
Ερώτηση πατέρα(ώρα 01.35): Είσαι καλά;

Απάντηση γιου(ώρα 01.42): ε… ναι… δηλλλλαδδδ… ναι…

Ερώτηση μάνας (ώρα 01.43): Θες κάτι; Να πάω να φέρω κάτι;
Απάντηση γιου (ώρα 02.19): Μπμπμπααα… όόόχχχχιιιι…
Με το που μπήκε στο θάλαμο, μάνα και πατέρας ρώτησαν πόση ώρα θα έμενε εκεί:
«Κανένα δίωρο»…

«Ε, όχι και δίωρο… Είκοσι λεπτά είναι αρκετά»!

«Είστε γιατρός»;

«Είμαι καλά πληροφορημένη»!

«Ελάτε, τότε, μέσα, να σας βάλουμε και μια πράσινη ποδιά, να αναλάβετε υπηρεσία»!

«Είστε αγενής»!

«Όχι περισσότερο από εσάς»!
Λίγο αργότερα, το ζευγάρι που περίμενε το γιο να ξενταγκλαδιάσει, άρχισε να περιδιαβαίνει τους διαδρόμους του νοσοκομείου και να κριτικάρει τους πίνακες που υπήρχαν εκεί:
«Βλέπεις το στάχυ; Έχει μια κλίση προς τον ήλιο, προς την ελπίδα»…
«Δε μ αρέσει η τεχνοτροπία του. Πολύ κλασικός, στιλιζαρισμένος»…

«Δεν έχεις δίκιο. Κοίτα τα παπούτσια του παιδιού, τα πόδια του… Δες το σπίτι πίσω, τα παράθυρα. Είναι μεγάλα, γιατί είναι ένα χαρούμενο σπίτι»…

Δεν άντεξα, μπήκα στη μέση:
«Στον τρίτο, στην καρδιολογική, είναι οι εξπρεσιονιστές. Εκεί να πάτε»…
Τέλος, ήρθε και η Ξένια, με τη μάνα της. Η μάνα στο κρεβάτι. Κατακίτρινη, σκεπασμένη με μια κουβέρτα, ιδρωμένη, με στόμα μισάνοιχτο, μάτια γυάλινα, δέρμα κέρινο. Η Ξένια έτρεχε πάνω – κάτω, να βρει κάποιον να ενδιαφερθεί να τη βάλει στο θάλαμο.

Καθόμουν από έξω. Η Ξένια γύρισε και με κοίταξε:

«Εγώ θα μπω τώρα! Η μάνα μου! Κατάλαβες; Είναι η μάνα μου»!

Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι έχω κι εγώ κάποιον άνθρωπο, ήδη, μέσα, ότι δεν απειλούσα να πάρω τη σειρά της. Ήταν χαμένη. Με ξανακοίταξε με το ίδιο βλέμμα:
«Δε με νοιάζει. Τώρα θα μπει η μάνα μου μέσα»…
Λίγο αργότερα, μου ζήτησαν να μεταφέρω τον αδελφό μου στο θάλαμο βραχείας νοσηλείας. Βρέθηκε καροτσάκι κι έκανα τη μεταφορά, με τη νοσοκόμα να ανοίγει δρόμο και τον αδελφό μου φορτωμένο με όσα κρατούσα στα χέρια μου (και δεν είχα πού να τα αφήσω, για να τον τσουλήσω).
Ξανά σιδερένια καρέκλα, ξανά σνέικ στο κινητό, ήρθε και η νυν, έφερε μπουγάτσα, δεν είχα όρεξη, την έβλεπα (τη μπουγάτσα) κι ανακατεβόμουνα, βγήκαν και τα αποτελέσματα και…
Και δεν ήξεραν τι είχε. Έγραψαν γαστρεντερίτιδα, του έδωσαν πέντε – έξι φάρμακα και τον έστειλαν στο σπίτι.

Στο μεταξύ, αφού ο αδελφός μου είχε εκτελέσει πιστά κάθε απορριπτική λειτουργία του οργανισμού, είχε ηρεμήσει. Είχε κοιμηθεί και κάνα μισάωρο, μέσα στους πόνους του, στο θάλαμο βραχείας νοσηλείας και τον πήραμε.
Η Ξένια είχε αφήσει τη μάνα της στο θάλαμο και πήγαινε, πάνω-κάτω, σα χαμένη. Την έψαχναν οι νοσοκόμες, να πάει στο αιματολογικό τα δείγματα. Δεν ξέρω τι απόγινε η γριά. Ούτε προλάβαινα να μάθω. Είχαν ανοίξει οι πόρτες κι έμπαιναν, δεκάδες, τα θύματα ενός καβγά τσιγγάνων. Με εμφανή όρεξη, να λύσουν εκεί τις διαφορές που δεν είχαν προλάβει να λύσουν.

H εικόνα: Χαρακτικό του 1862

Σχόλια

Ο χρήστης Кроткая είπε…
!!!!

εσυ είσαι καλά παιδί μου???
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ Кроткая

Ναι, δόξα τω Θεώ! Καμία ενόχληση από εκεί κι ύστερα...
Δεν είναι, όμως, φοβερό, πόσα πράγματα συνέβησαν μέσα σε λιγότερες από 24 ώρες;
Ο χρήστης november είπε…
Είναι απίστευτες οι ιστορίες που μπορείς να δεις σε μια εφημερία νοσοκομείου.

Περαστικά στον αδερφό.

Τα λέμε τη μεθεπόμενη Κυριακή στο Χαριλάου! Θα είμαι εκεί!
Ο χρήστης diastimata είπε…
o/η november είπε...

Τα λέμε τη μεθεπόμενη Κυριακή στο Χαριλάου! Θα είμαι εκεί!

Πλυμένη να ΄ρθεις. Μην κολλήσω και καμιά ασθένεια...
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Καλά,δεν το πιστεύω...Απ'τη μια γελάω (είναι η αφήγησή σου τέτοια...;))κι απ'την άλλη συγχύζομαι!Μα καλά...ΠΟΤΕ δε θ'αλλάξουν αυτά τα πράγματα;!;!
Ο χρήστης Μαριλένα είπε…
Τα έχω ζήσει στο πολλαπλούν.

Και όχι μονο σε επίπεδο ενόχλησης, αλλά σε πολύ βαρύτερο: του Χρονη του πηραν αιμα απο αρτηρία και παρ' όλιγο να τον στείλουν.
Εντρομοι μετά του έκαναν καρδιογράφημα κλπ κλπ κλπ
Κι΄οταν διαμαρτυρηθήκαμε, η υπεύθυνη γιατρός ειπε με τσαμπουκα: "θα το ξανακάνω όποτε μου αρέσει".
αυτά στον Ευαγγελισμο περσυ λίγο μετα τα Χριστούγεννα.

Ασε, άσε, έχω και χειρότερα, αλλά δεν θέλω να τα θυμαμαι..


Ομως, την καρδιά σου να πας να την κοιτάξεις.
Κάτι προειδοποιητικο ίσως ήταν.
Να την κοιτάξεις και άμεσα.

Καλό υπόλοιπο μέρας :)
Ο χρήστης Кроткая είπε…
καλά ΔΕΝ πας να κάνεις καμιά εξέταση?
πας καλά?
έτσι χύμα στο κύμα ήρθε ένας πόνος και μετά έφυγε και οκ?

ν'αρχίσω να μπινελικώνω ή να αφήσω το Νοέμβριο να μπινελικώσει από κοντά?
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
καλού κακού κάνε και καμία εξέταση.
έτσι
καλού κακού

«Στον τρίτο, στην καρδιολογική, είναι οι εξπρεσιονιστές. Εκεί να πάτε»…

Απίστευτος είσαι :-)
Ο χρήστης aggelos-x-aggelos είπε…
Τι υπέροχος αφηγητής που είσαι...

Αλλά αυτό που σε πόνεσε το χρειάζεσαι για να συνεχίσεις να είσαι. Και όπως σου είπαν και οι άλλοι κάνε καμιά εξέταση.
Ο χρήστης NY ANNA είπε…
"Ευτυχώς που δεν πάθαμε και... τίποτα" δηλαδή που λέει και το γνωστό ανέκδοτο!
Αγάπη μου, άμα αρχίσει η μέρα στραβά, οι πιθανότητες να ισιώσει είναι λίγες... Trust me!
Φιλιά θεραπευτικά!
Ο χρήστης iris είπε…
στην Ελλάδα απαγορεύεται να αρρωστήσεις. Είτε θα σου βγάλουν λάθος διάγνωση, είτε θα σου δώσουν λάθος φάρμακα, είτε απλά με το άγχος που θα σου προκαλέσουν θα σε κάνουν χειρότερα. Καλύτερα να μην αρρωσταίνεις ποτέ
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ evelina_z13
Από ότι φαίνεται, Εβελίνα μου, μερικά πράγματα είναι... σταθερές αξίες σ αυτήν τη χώρα.

@ Μαριλένα
Θα την κοιτάξω...Πάνω που πίστευα ότι δεν έχω καρδιά...

@ Кроткая
Είχα πάει παλιότερα. Μια υπερτροφία, λόγω κιλών. Βέβαια, έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε... Ξέρω, ξέρω, είμαι αδικαιολόγητος.
Προς θεού, άσε το Νοέμβριο από έξω. Ποιος τον ακούει...

@ stixakias
Με πρόλαβε η ίωση... Αλλά θα κάνω. Αυτήν την εβδομάδα.

@ aggelos-x-aggelos
Λίγο ο φόβος, λίγο το μπίρι-μπίρι, με πείσατε...

@ NY ANNA
Και μετά... ήρθε η ίωση. Ευχαριστώ για τα φιλιά

@ iris
Από το στόμα σου και στου Θεού το αυτί...

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ