Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Τακτοποίηση

Το σιχαινόταν το νεκροτομείο. Τι κι αν, η φύση της δουλειάς τον ανάγκαζε να το επισκέπτεται κάθε τρεις και λίγο; Ποτέ δεν είχε συνηθίσει την ασπρίλα των τοίχων, τη μυρωδιά της φορμόλης, τα χειρουργικά τραπέζια με τις ρόδες, τα άσπρα σεντόνια, τις ματωμένες ζυγαριές κι εκείνη τη μακάβρια πισίνα με το αντισηπτικό που, μέσα της, αιωρούνταν τρία-τέσσερα πτώματα (τα πιο παλιά), για τις ανάγκες του μαθήματος των φοιτητών. Τον ανατρίχιαζε κι ο Μόδεστος, ο βοηθός, ο νεκροτόμος, για τον οποίο οι φοιτητές της ιατρικής πολλά είχαν να πουν, όσον αφορά τις ειδικές σχέσεις του με τους φιλοξενούμενους. Κι αισθανόταν ναυτία με τα τέσσερα ψυγεία, που θύμιζαν ζαχαροπλαστείο, έτσι ασημένια και με τις ειδικές χειρολαβές και μέσα τους διατηρούσαν -όχι φρεσκάδα, αλλά- σαπίλα.
«Δεν έχεις εξοικειωθεί με την ιδέα του θανάτου»…
Αυτό ήταν το σχόλιο του Κώστα Ναστούλη, του ιατροδικαστή και προϊσταμένου της υπηρεσίας, όταν, κάποια φορά, του εξομολογήθηκε τα αισθήματά του. Αυτήν τη φορά, δεν είχε προλάβει να τα σκεφτεί όλα αυτά. Ο Ναστούλης τον είχε πάρει παραμάζωμα:
«Η σειρά, η χρονική σειρά που έγιναν όλα, είναι περίεργη, Θεοδωρίδη. Θα περίμενε κανείς ότι πρώτο θύμα ήταν ο Αλεξάνδρου. Αλλά δεν είναι έτσι. Μπορεί η Νατάσσα να βρέθηκε τελευταία και να έχει σαπουνοποιηθεί, από το νερό, όμως οι δείκτες δε λένε ψέματα. Το μικροσκόπιο μαρτυράει πως αυτή ήταν η πρώτη»…
«Πρώτη; Πως»…
«Πως δεν τη βρήκατε; Βλέπεις αυτό το σημάδι στο πόδι της; Είναι από σχοινί. Βάζω στοίχημα ότι αν βάλετε έναν δύτη να ερευνήσει στο σημείο που βρέθηκε, θα βρει, στον βυθό, ένα αγκωνάρι τυλιγμένο με σχοινί. Της είχε δέσει στο πόδι κάτι βαρύ. Για να μείνει στον πάτο. Από τύχη έσπασε το σχοινί και βγήκε το πτώμα στην επιφάνεια, όπου το ψάρεψε ο λαθρομετανάστης».
Πήγε να μιλήσει, αλλά ο ιατροδικαστής είχε πάρει φόρα:
«Λοιπόν, άκου τώρα: Πρώτη δολοφονήθηκε η Νατάσσα. Δεύτερη η Παπαδοπούλου, η γειτόνισσα της Τιτάκου. Τρίτος ο Αλεξάνδρου και τέταρτος ο δικός σας, ο Ευσταθίου. Η αλήθεια είναι ότι η σειρά των πτωμάτων ήταν ακατάστατη»…
Δεν του έβγαινε. Είχε σχηματίσει κάποια θεωρία στο μυαλό του, αλλά η Νατάσσα, η πόρνη, του τα είχε χαλάσει όλα. Έφυγε από το νεκροτομείο πιο μπερδεμένος από πριν. Κι έτσι αποφάσισε να πάει να βρει τον Σταύρο, τον Ταύρο.


συνεχίζεται

Σχόλια

Ο χρήστης diastimata είπε…
Όχι, δεν είναι Πρωταπριλιάτικο ψέμα! Το νέο, μικρό (αλλά σημαντικό για την εξέλιξη και -επιτέλους- το τέλος) της ακατάστατης σειράς πτωμάτων, είναι εδώ! Νέος Καπουτζίδης έχω γίνει, αλλά ζητώ συγνώμη... Ταπεινά και γονυπετής.
Υποχρεώσεις προς το ΙΕΚ όπου εργάζομαι και η επικείμενη μετακόμιση (μετακομίζω τις επόμενες ημέρες και θα πρέπει να μεταφέρω και την ευρυζωνική -γαμώ το) με έφεραν πολύ πίσω.
Δεν μπορώ να υποσχεθώ ότι θα είμαι τακτικός για το επόμενο διάστημα. Μετακόμιση είναι αυτή. Πάντως και το επόμενο επεισόδιο είναι έτοιμο και θα κρεμαστεί, ίσως και σήμερα το βράδυ. Δε μας μένουν και πολλά ως το τέλος κι έτσι ελπίζω να τελειώσω μέσα στο Πάσχα (Κυριακή, Δευτέρα, κάπου εκεί).
Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον και τη συμπαράσταση. Με συγκινήσατε... Σνιφ!
Ο χρήστης ONOMATODOSIA είπε…
καλες γιορτες
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Μετακομίζεις επιτέλους! Καλορίζικο και εύχομαι όλα να πάνε όσο το δυνατόν καλύτερα, για όλους.
Ο χρήστης AVRA είπε…
καταρχην χαρηκα αφανταστα για την μετακομιση...επιτελους! αντε με το καλο!

στο θεμα μας...ηταν πολυ ενδιαφερουσα η τροπη...ανυπομονω!
Ο χρήστης november είπε…
χμμμ... υποψιάζομαι ότι κάτι δεν έχετε καταλάβει όλοι...
Ο χρήστης An-Lu είπε…
Με το καλό η μετακόμιση! Είναι μια καινούργια και ευχάριστη αρχή!
Μου αρέσει τώρα που ανακάτεψες την τράπουλα των πτωμάτων!

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ