Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Διάστημα ή χάσμα;



Αμ αυτό δεν ήταν διάστημα... Ήταν χάσμα. Χάσμα γενεών! Τόσο καιρό που έχω να γράψω, να επικοινωνήσω, είτε από ΄δω είτε από το ζόρι, δεν έχει ξανασυμβεί.
Γιατί, άραγε; Υπάρχουν δικαιολογίες. Πολλές. Λίγο οι δουλειές, λίγο η υγεία, λίγο ο καιρός, λίγο το ΄να, λίγο τ' άλλο. Όποιος δε θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει λέει η μάνα μου.
Η αλήθεια είναι η δουλειά. Όχι ότι με πλάκωσε η δουλειά και δεν προκάμω... Η κατάσταση στη δουλειά.
Εργάζομαι σε ένα δημοτικό μέσο ενημέρωσης. Γνωστό για μερικούς, ίσως κάποιοι να το διαβάζετε τώρα για πρώτη φορά. Το μέσο αυτό, μέρα με τη μέρα, απαξιωνόταν. Κάποιοι λένε ότι αυτό γινόταν επειδή προβάλει μόνον το έργο του δημάρχου, είναι μονόμπαντο, φερέφωνο και τα λοιπά και τα λοιπά... Μπούρδες λέω εγώ. Το μέσον απαξιωνόταν για έναν απλό λόγο, που τον είπε κάποιος στην αρχαιότητα και, από τότε, κανείς δεν κατάφερε να το αλλάξει:

Δει δη χρημάτων ω άνδρες Αθηναίοι.


Όταν όλος -ή, τέλος πάντων, το 85%- του προϋπολογισμού πηγαίνει σε μισθούς, είσαι καταδικασμένος, αργά, αλλά σταθερά, να διαβαίνεις προς το θάνατο. Πού να βρεθόυν χρήματα να αγοραστεί καλό πρόγραμμα. Πού να βρεθούν χρήματα να αντικατασταθούν τα μηχανήματα... Πουθενά.
Σιγά - σιγά, τα εξωτερικά συνεργεία γινόταν λιγότερα. Χωρίς βοηθούς, χωρίς ηχολήπτες. Οι ρεπόρτερ, το ίδιο. Η θέση όποιου έφευγε έμενε άδεια. Τα θέματα τα οποία έπρεπε να καλυφθούν, γινόταν όλο και λιγότερα. Και οι απαιτήσεις, όλο και περισσότερες.
Παρόλα αυτά, ο κόσμος εκεί μέσα δούλευε με κέφι. Γιατί; Επειδή πληρωνόταν στην ώρα του και όπως έπρεπε. Με νυχτερινά, υπερωρίες, Κυριακάτικα. Γιατί, για να το ξέρετε, στον κλάδο μας, εκτός από τα 10 - 15 γκόλντεν μπόις -και γκερλς- της ενημέρωσης, οι υπόλοιποι είναι εργάτες. Μεροκαματιάρηδες, που έχουν οικογένειες, παιδιά, πιστωτικές κάρτες, στεγαστικά δάνεια. Και, στα περισσότερα ΜΜΕ, αυτοί οι εργάτες κάνουν και έναν και δύο μήνες για να δουν το χρώμα του χρήματος. Μερικοί, κάνουν και εξάμηνο... Και τα "μαγαζιά", ακόμη και οι... καλύτερες οικογένειες, που πληρώνουν τους εργαζόμενους, χρωστάνε κάτι μύρια στα ταμεία...
Έλεγα λοιπόν, ότι στο μαγαζί δουλεύαμε με κέφι, εκείνοι οι ολίγοι, γιατί πλήρωνε αυτά που έπρεπε (όχι παραπάνω, αυτά που έπρεπε, με βάση συμβάσεις και εργατική νομοθεσία) και στην ώρα τους. Ώσπου, εδώ κι έναν, περίπου, χρόνο, άρχισαν τα προβλήματα. Ψίθυροι στην αρχή, που έγιναν κραυγές, στη συνέχεια.

Η λειτουργία του μέσου προβλέπονταν από έναν ψευτονόμο, που έγινε απ τις ανάγκες της εξέλιξης και μιλούσε για λειτουργία δημοτικών ραδιοφώνων. Η τότε κυβέρνηση, μετά από όσα είχαν γίνει στο Σέιχ Σου (ΜΑΤ, Αρκουδέας, Κούβελας, ξύλο, ξηλώματα κεραιών του πρώτου δημοτικού ραδιοφώνου, δικαστικοί αγώνες) αναγκάστηκε να κάνει το αυτονόητο: Να ανοίξει τις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές συχνότητες, που (να μην το ξεχνάμε αυτό) είναι ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΑΓΑΘΟ και ανήκουν στην κοινωνία.
Αυτός ο νόμος, έπρεπε να αλλάξει. Η προηγούμενη κυβέρνηση έπρεπε (με ευρωπαϊκή εντολή, φυσικά) να αλλάξει το θολό -είναι η αλήθεια- καθεστώς των μέσων. Κι έπρεπε να εξασφαλίσει ισονομία. Έτσι προβλέφθηκε σε μια διάταξη του κώδικα δήμων και κοινοτήτων, ότι οι δημοτικές επιχειρήσεις πρέπει να γίνουν Α.Ε.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι και τα δημοτικά ΜΜΕ, για να συνεχίσουν να ζουν και να υπάρχουν, πρέπει να έχουν κέρδη. Να κυνηγήσουν τη διαφήμιση. Το χρήμα. Τα μπικικίνια. Το μπακίρι. Να βγάλουν αέρα ξέκωλα, φανφαρόνους, ριάλιτι, τηλεπαιχνίδια, πρωινάδικα, μεσημεριανή ζώνη κι ό,τι μπορεί να φέρει τηλεθέαση, ακροαματικότητα, αναγνωσιμότητα. Κι επειδή στην Ελλάδα ζούμε, ξέρουμε καλά τι φέρνει τα νούμερα...
Οι δήμοι είχαν έναν χρόνο καιρό να περάσουν στη "νέα τάξη πραγμάτων". Τι έκαναν; Τίποτα. Από τη μία γνώριζαν ότι δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν σε αυτό το πεδίο τα ιδιωτικά ΜΜΕ. Εκείνα έχουν χρήμα, άρα θα αγοράσουν καλύτερα μπούτια και πιο σκληρά ριάλιτι. Γιατί δεν είναι, τελικά, οι επιδέξιοι κώλοι αυτοί που κερδίζουν τα μεταξωτά βρακιά, αλλά οι μεταξωτοί κώλοι αυτοί που δέχονται πάνω τους τα επιδέξια βρακιά. Και ο νοών νοήτω, που λέει κι ο Μανώλης Ρασούλης...
Από την άλλη, σκέφτηκαν ελληνικά. Γιατί να κάνουμε κάτι εμείς; Θα το κάνει η πολιτεία, που θα καταλάβει τη μα...κία της, θα δώσει μία παράταση, θα βρεθεί λύση.
Η παράταση δόθηκε, η λύση δε βρέθηκε. Την ύστατη ώρα, έναν μήνα πριν τις εκλογές, η ΚΕΔΚΕ, ομόφωνα, παρέδωσε μια τροπολογία στον τότε υπουργό Εσωτερικών (δια του υφυπουργού και δημοσιογράφου) και το μόνο που απέμενε ήταν να ανοίξει η Βουλή (γιατί η τροπολογία από την ΚΕΔΚΕ πέρασε κατακαλόκαιρο). Λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο πρωθυπουργό, που βγήκε και προκήρυξε εκλογές.
Θα μου πείτε: "ε, και; Εκλογές έγιναν, κυβέρνηση προέκυψε, το κράτος έχει συνέχεια" κι άλλα τέτοια ευρωπαϊκά... Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε. Γιατί η νυν κυβέρνηση είναι "και έτσι και γιουβέτσι"(που ξανα-λέει κι ο Ρασούλης). Ναι μεν ο αρμόδιος υπουργός δηλώνει ότι δεν είναι στην πρόθεση της κυβέρνησης να κλείσει τα δημοτικά ΜΜΕ, δεν δίνει, όμως, μια άμεση και τελική λύση -υιοθετώντας, για παράδειγμα, την τροπολογία που, ομόφωνα, είχε προτείνει η ΚΕΔΚΕ των πράσινων, γαλάζιων, κόκκινων, ροζ και άλλων πολιτικών αποχρώσεων δημάρχων. "Θα το μελετήσουμε", "θα το συζητήσουμε" κι άλλα τέτοια...
Χθες, ένας από τους δημάρχους που έχει το ζόρι, πέρασε από την ΚΕΔΚΕ την ίδια τροπολογία, πάλι ομόφωνα, με ένα "μαξιλαράκι" για τον υπουργό: Να δώσει άλλη μία παράταση έως ότου βρεθεί, τελικά, η λύση. Μεσοβέζικα πράγματα, αλλά σίγουρα καλύτερα από τη μετατροπή των εταιριών σε Α.Ε., κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει να γίνουν βιώσιμες. Κι αντιλαμβάνεστε όλοι τι σημαίνει αυτό για τους εργαζόμενους. Ως τώρα, αυτοί είναι που πληρώνουν τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, με απολύσεις μέσα στο πλαίσιο του 2%, με εξωθήσεις σε "οικειοθελείς" αποχωρήσεις, με μειωμένη εργασία -άρα και μειωμένες αποδοχές- και ελαστικά ωράρια. Έτσι γίνονται οι "εξυγιάνσεις" των εταιριών, δεκαετίες τώρα.
Όπως καταλαβαίνετε, από όσα σας παρέθεσα με τρομακτικές λεπτομέρειες που δημιούργησαν το παραπάνω "σεντόνι", το κέφι πέθανε από το μαγαζί που εργάζομαι. Ήρθε η μουρμούρα, τα καρφώματα, τα γλειψίματα, ο φόβος για το αύριο. Από όλους; Όχι, φυσικά. Από κάποιους. Αρκούν, όμως, δυο ρουφιάνοι, για να φέρουν τα πάνω - κάτω κι άλλοι δυο πρόθυμοι, για να προωθήσουν τα παιχνίδια μερικών που διψούν για εξουσία, για να κάνουν ένα μαγαζί από ενορία, μπουρδέλο... Όχι ότι έγινε μπουρδέλο το μαγαζί που εργάζομαι, αλλά μερικοί θα ήθελαν να το κάνουν, για να έχουν λόγο ύπαρξης αυτοί και ουσία τα λόγια τους και οι επιθέσεις που εξαπολύουν χρόνια τώρα.
Σε αυτό το καθεστώς δουλεύουμε. Κι αν πείτε ότι "εντάξει μωρέ, υπάρχουν κι άλλα μαγαζιά, βγες στην αγορά εργασίας", θα σας πω πολλά. Αλλά θα σας τα πω μέσα στο Σαββατοκύριακο, γιατί σας κούρασα.
Φιλιά.
Δ.

Σχόλια

Ο χρήστης Кроткая είπε…
welcome back καταρχάς και επιτέλους!

καλο κουράγιο, εν δευτέροις!

αναμένουμε και τη συνέχεια του θρίλερ! :)
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ Кроткая

Αγαπητή Βελγίς! Οποία χαρά! Είστε η πρώτη ήτις προχωρά εις καταγραφήν σχολίου επί της αναρτήσεως ταύτης! Χαίρομαι ιδιαιτέρως δεσποσύνη και σας ασπάζομαι δις.

(για να θυμηθούμε τα παλιά
Ο χρήστης Кроткая είπε…
lollll
μας λείψατε αγαπητέ Τάκι, να μη μας το ξανακάνετε αυτό!!
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ Кроткая

Και πού είσαι ακόμη! Σε λίγο θα ΄χει ζόρι!

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ