...αβάντι μαέστρο, έναν Καλαματιανό! Κι έπιανε, με το μακρύ του χέρι, το Κολητήρι, με το άλλο, το μόνιμα κολλημμένο στα πλευρά τον Χατζηαβάτη, κρατούσε τη δέουσα απόσταση από τον μπάρμπα του το Γιώργο (γιατί το χέρι του βλάχου ήταν βαρύ) κι έριχνε έναν χορό. Τσαλακώνοντας την παροιμία που θέλει το νηστικό αρκούδι, να μη χορεύει. Το βράδυ του Σαββάτου έριξε τον τελευταίο του χορό. Έπιασε, από το χέρι, τον ήρωά του, αυτόν που του έδινε ζωή και φωνή πίσω από τον μπερντέ, έπιασε με το άλλο το Θεό και χόρεψε. Χόρεψε τον τελευταίο του Καλαματιανό. Από δίπλα, σιγοντάριζε το Κολητήρι, ο σιορ Διονύσιος, ο Σταύρακας, ο Μορφονιός. Παραμέρισε ο Βεληγκέκας, κάθισε όρθιος δίπλα στον πασά κι άφησαν τον Ευγένιο να ρίξει αυτόν το χορό με τους ήρωές του. Εκείνο το βράδυ χόρευε η παρέα του Σπαθάρη. Κι οι κατακτητές, δεν είχαν θέση ανάμεσά τους. Κι όταν τέλειωσαν τα όργανα, ο Ευγένιος, έκλεισε πονηρά το μάτι στη Βεζυροπούλα, αποχαιρέτησε την Καραγκιόζενα μ ένα φιλί στο μέτωπο κι έφυγε. Πήγε να συναντήσει ...