Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μια παραμονιάτικη ιστορία

Μισούσε τα κάλαντα. Ω, ναι! Οπωσδήποτε μισούσε τα κάλαντα. Και, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, ήταν αναγκασμένος να τα ακούει και τις τρεις παραμονές: Των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Επειδή, είχε την ατυχία, τα παιδιά της γειτονιάς να έχουν για δασκάλα τη Φωφώ. Που, λόγω ονόματος, λόγω επαγγέλματος, λόγω πάθους, γνώριζε καλά και τα κάλαντα των Φώτων. Και τους τα είχε μάθει.Πλήρης  στοίχισηΚάθε χρόνο τέτοιες μέρες, κλειδωνόταν στο σπίτι. Κατέβαζε τα ρολά, έσβηνε τα φώτα κι έκανε ησυχία. Ώσπου να περάσει η παραμονή και να γίνουν, πια, Χριστούγεννα. Το ίδιο την Πρωτοχρονιά, το ίδιο και των Φώτων.
Όλες τις άλλες ημέρες ήταν μια χαρά άνθρωπος. Και τους γείτονες χαιρετούσε και τους μιλούσε και καλημερίζονταν με όλους. Αλλά τις παραμονές, όταν έβγαιναν τα παιδιά για τα κάλαντα, λες και μεταμορφωνόταν.
Ώρες-ώρες πίστευε ότι μάκραιναν τα νύχια του κι οι κυνόδοντες, ότι τα μάτια του κοκκίνιζαν και μάκραιναν τα μαλλιά του, ότι η μύτη του έπαιρνε ένα περίεργο σχήμα… Δεν τολμούσε να καθίσει μπροστά στον καθρέπτη, μπας κι όλα αυτά, από απλή αίσθηση μετατρέπονταν σε απτή πραγματικότητα. Κι έμενε στο σκοτάδι, στην ησυχία, λες και κατέβαινε στο νεκρικό του κρεβάτι.
Εφέτος είχαν αρχίσει από νωρίς. Δεν είχε προλάβει να κατεβάσει ρολά, όταν ακούστηκε το πρώτο κουδούνι. Ύστερα σιγανά χτυπήματα από τρίγωνα και ψίθυροι. Ψίθυροι από παιδικά στόματα:
«Σιγά, ρε»!
«Κάνε πιο ΄κει»!
«Σιγά μη μας ανοίξει»…
«Δεν είναι μέσα»!
«Μέσα είναι! Για ξαναχτύπα»…
Και ξαναχτύπησαν. Ήταν, ακόμη, στο κρεβάτι. Τυλιγμένος στη ζέστη, ως το λαιμό, λες και φορούσε σάβανο. Ούτε κουνήθηκε. Σχεδόν δεν ανέπνεε. Οι καλαντιστές χτύπησαν μια-δυο φορές ακόμη κι έπειτα τους άκουσε να απομακρύνονται.
«Βρωμόπαιδα», μονολόγησε…
Σηκώθηκε, σιγά-σιγά, από το κρεβάτι και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Έβαλε καφέ στην καφετιέρα, τη γέμισε νερό και πήγε προς το σαλόνι. Από την ανοικτή μπαλκονόπορτα έβλεπε ως ψηλά, στα Κωνσαντινουπολίτικα. Ήλεγχε όλους τους δρόμους της γειτονιάς. Και, κυρίως, το σχολείο. Το κλειστό σχολείο, σήμερα παραμονή Χριστουγέννων.
Πήγε και κατέβασε τα ρολά. Η θέα των παιδιών που, παρέες-παρέες, δυο-δυο, τρία-τρία, ή και περισσότερα, πήγαιναν από πόρτα σε πόρτα, του προκαλούσε ρίγος. Ούτε να το σκέφτεται δεν ήθελε…
Ο καφές είχε γίνει. Γέμισε ένα φλιτζάνι και πήγε να κάτσει στο σαλόνι. Άναψε την τηλεόραση, χαμήλωσε εντελώς τη φωνή κι έψαξε το κανάλι με τις ταινίες.
«Σκατά»!
Το συνδρομητικό έπαιζε μία ταινία για παιδιά. Κι έπεσε, ακριβώς, στην ώρα που μια οικογένεια τραγουδούσε τα κάλαντα, έξω από ένα σπίτι στολισμένο με χιλιάδες φωτάκια, λες και ήταν τσίρκο. Γύρισε κανάλι. Έπεσε σ ένα ντοκιμαντέρ, για τους τρεις μάγους.
«Καλύτερα», μονολόγησε κι ακούμπησε την πλάτη του στον καναπέ.
Μέσα στην ησυχία του διαμερίσματος, με την τηλεόραση να παίζει στα βουβά, μπορούσε να ακούει όλους τους ήχους από έξω. Και να ελέγχει. Έτσι άκουσε το θόρυβο που έκαναν τα πατήματα στις σκάλες. Σταμάτησαν, σχεδόν έξω από την πόρτα του. Περίμενε ότι, από στιγμή σε στιγμή, θα ακουγόταν το κουδούνι της πόρτας. Αλλά τίποτα. Μετά ακούστηκαν πατήματα, λες και κάποιος απομακρυνόταν. Λες και είχε μετανοιώσει κι έφευγε. Έστησε αυτί.
Όχι, ήταν σίγουρος. Αυτός που ήταν, πριν λίγο, έξω από την πόρτα του, δεν είχε πάει ούτε πάνω, ούτε κάτω. Σα να είχε μείνει στον όροφο. Ούτε το ασανσέρ είχε πάρει.
«Λοιπόν, για να μην πάρει ασανσέρ, πάει να πει ότι πηγαίνει από πόρτα σε πόρτα. Από όροφο σε όροφο. Άρα, τέτοια μέρα, τι άλλο είναι από παιδί, που ψάχνει να πει τα κάλαντα; Αφουγκράζεται στις πόρτες κι όπου ακούσει φασαρία, χτυπάει», σκέφτηκε. Κι αποφάσισε να ξαναβυθιστεί στον καναπέ του.
Δε θα ΄χε περάσει ένα τέταρτο. Τότε ήταν που άκουσε το χτύπημα στο κουδούνι του θυροτηλεφώνου. Ήταν από διπλανό διαμέρισμα, αλλά ακουγόταν αρκετά καθαρά. Ύστερα βήματα κι ο χαρακτηριστικός ήχος της πόρτας, που άνοιγε.
«Γαμώ το… Κι άλλα παιδιά. Κι άλλα κάλαντα»…
Το είπε σχεδόν ψιθυριστά, αλλά ακούστηκε λες και είχε φωνάξει. Βυθίστηκε πιο πολύ στον καναπέ. Σε λίγο, από το βάθος, προφανώς από το διαμέρισμα του ισογείου, ακουγόταν μια παιδική φωνή, μάλλον κοριτσίστικη, να τραγουδάει τα κάλαντα. Λίγο αργότερα ακούστηκε ένα κουδούνι, πάλι στο ισόγειο και, πιο καθαρά πλέον, η φωνή του κοριτσιού:
«Να τα πω»;
«Να τα πεις»…
Η Καλλιόπη. Η γεροντοκόρη του ισογείου. Εμ, βέβαια. Τι περιμένεις από μια γυναίκα που ζει αγκαλιά με μια γάτα; Και, ξανά-μανά, καλήν ημέραν άρχοντες… Με την ίδια, κοριτσίστικη φωνή. Ευχές, ήχος από κέρματα, πατήματα στο διάδρομο, στις σκάλες. Η μικρή ανέβαινε στον πρώτο. Πάλι χτύπημα κουδουνιού, πάλι ερώτηση, πάλι κάλαντα. Θα άκουγε τα ίδια και τα ίδια, ως τον τρίτο, που βρισκόταν το διαμέρισμά του. Κάθε όροφος, πέντε διαμερίσματα, εκτός από το δικό του, που ήταν μόνον τρία. Δεκατέσσερις φορές κάλαντα, αν υπολογίσεις και τα δυο διαμερίσματα του ισογείου.
Όμως, τίποτα… Μόνον κουδούνια που ακούγονταν. Και τίποτε άλλο. Εκτός από τους μετανάστες και την Καλλιόπη, στο ισόγειο, φαίνεται ότι όλοι οι υπόλοιποι είχαν φύγει. Έτσι έμεινε να ακούει τα κουδούνια, ώσπου άκουσε και το δικό του. Δεν έδωσε σημασία.
Του φάνηκε πως… Όχι, δεν μπορεί. Ή μήπως… Ναι! Κι άλλα βήματα. Κι έπειτα, η φωνή του κοριτσιού:
«Ποιος είναι»;
Δεν απάντησε κανείς. Σταμάτησαν και τα βήματα.
«Είναι κανείς εκεί»;
Το κορίτσι ρωτούσε και πάλι. Δεν πήρε απάντηση. Κι ύστερα, ακούστηκε ένα τρέξιμο, ένας θόρυβος λες και κάποιος πάλευε, λες και κάποιος προσπαθούσε να μιλήσει και δεν τον άφηναν. Ήχος από κέρματα που έπεσαν στο πάτωμα. Ένας γδούπος. Σύρσιμο. Τρέξιμο. Κάποιος απομακρυνόταν τρέχοντας.
Σηκώθηκε από τον καναπέ. Πήγε στην πόρτα κι είδε από το «ματάκι». Κανείς. Τα φώτα του κλιμακοστασίου σβηστά. Πήγε να φύγει. Μετά, το σκέφτηκε καλύτερα. Άνοιξε την πόρτα.
Στο κεφαλόσκαλό του, ξαπλωμένη ανάσκελα, ήταν η μικρή. Αυτή που, λίγο πριν, έλεγε τα κάλαντα. Ήταν αναίσθητη. Δεν ήξερε τι να κάνει. Έσκυψε κι αφουγκράστηκε. Ανέπνεε. Τη σήκωσε στην αγκαλιά του. Ήταν ελαφριά, σα πούπουλο. Δεν είχε σηκώσει ποτέ στην αγκαλιά του παιδί πάνω από τριώ χρονώ. Κι η μικρή, πρέπει να ήταν έξι με επτά.
Μπήκε στο σπίτι και την ξάπλωσε στον καναπέ. Δε φαινόταν να έχει χτυπήματα. Έψαξε το κεφάλι της. Ένα καρούμπαλο. Πήγε κι έφερε νερό από την κουζίνα και λίγο οινόπνευμα. Πάντα είχε οινόπνευμα στο σπίτι. Από τότε… Της έδωσε να πιει, της έτριψε τα χέρια. Εκείνη, άνοιξε τα μάτια.
Τραβήχτηκε στον καναπέ.
«Μη φοβάσαι», της είπε. «Όλα καλά. Έφυγε»…
«Μου πήρε τα χρήματα…»
«Δεν πειράζει»…
«Μου πήρε τα χρήματα», ξαναείπε κι έβαλε τα κλάματα. Κι ύστερα, με μια ξαφνική κίνηση, χώθηκε στην αγκαλιά του και ξέσπασε σε λυγμούς.
Δεν είχε ιδέα τι να κάνει. Σήκωσε τα χέρια του ψηλά, λες και τον απειλούσε κάποιος με όπλο. Έπειτα, την αγκάλιασε και της χάιδεψε τα μαλλιά.
«Πονάω», του είπε κι έτριψε το κεφάλι της εκεί που εκείνος είχε βρει το καρούμπαλο.
«Δεν είναι τίποτα», της απάντησε.
«Με χτύπησε», είπε εκείνη, μέσα στα αναφιλητά της. Κι έκλαιγε όλο και περισσότερο.
Την άφησε ώσπου ησύχασε. Έπειτα τη ρώτησε:
«Πως σε λένε»;
«Μαρία», του απάντησε και σκούπισε τα μάτια της με την ανάποδη του χεριού της.
«Λοιπόν, Μαρία, μην ανησυχείς για τίποτα…»
«Τι θα πω στη μαμά μου»…
«Θα της πεις ότι, ένας κακός άνθρωπος σου επιτέθηκε… Θα της πεις την αλήθεια. Δεν έκανες τίποτε κακό»…
«Ναι, αλλά μου πήρε τα χρήματα»…
Την κοίταξε και χαμογέλασε.
«Πόσα χρήματα σου πήρε»;
«Δεν ξέρω. Δεν τα είχα μετρήσει. Θα τα μετρούσα στο τέλος. Ήθελα να πάρω μια κούκλα που είχα δει»…
«Πόσο κάνει η κούκλα»;
«Πενήντα ευρώ».
Σηκώθηκε και πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Πήρε το πορτοφόλι του από το κομοδίνο. Το άνοιξε κι έβγαλε τέσσερα πενηντάρικα. Της τα έδωσε.
«Για την κούκλα», της είπε.
«Είναι πολλά, φθάνει αυτό», απάντησε η Μαρία και του επέστρεψε τα τρία πενηντάρικα.
«Δεν πειράζει, κράτησέ τα».
«Τότε να σας πω τα κάλαντα»…
Έκανε ένα βήμα πίσω.
«Όχι, δεν πειράζει»…
«Μα πρέπει»!
«Δεν είναι ανάγκη»…
«Τότε δεν μπορώ να κρατήσω τα χρήματα», του είπε και άπλωσε το χέρι της να του δώσει πίσω τα χαρτονομίσματα. «Αν δεν πω τα κάλαντα, δεν πρέπει να πάρω χρήματα»…
Αισθανόταν πολύ άσχημα. Ζύγιασε, για λίγο, μέσα του, τι θα τον έκανε χειρότερα. Να ακούσει τα κάλαντα, ή να του επιστρέψει η μικρή Μαρία 200 ευρώ επειδή δεν είχε εργαστεί για να τα κερδίσει; Αποφάσισε, μετά από 20 χρόνια, να ξανακούσει κάλαντα…
Καλήν ημέραν άρχοντες,
αν είν΄ο ορισμός σας…
Αισθάνθηκε μια ζάλη. Κάθισε στον καναπέ.
…Χριστού τη Θεία Γέννηση
να πω στο αρχοντικό σας.
Μπροστά του περνούσε η εικόνα της. Ήταν τριών χρονών… Ξανθιά, πάντα χαμογελαστή, με τα φιογκάκια στα μαλλιά, όπως την χτένιζε η Ξανθίππη…
Χριστός γεννάται σήμερον,
εν Βηθλεέμ τη πόλη…
…με το τριγωνάκι της, δεμένο με μια κόκκινη κορδέλα, που κατέληγε σε έναν φιόγκο. Και το παλτό της, εκείνο το καρό, ανοικτό γκρι παλτό, που της πήγαινε τόσο πολύ…
…οι ουρανοί αγάλλονται.
Χαίρει, χαίρει η φύσις όλη.
…και με τα μαύρα λουστρίνια της. Την πήγαινε να πει τα κάλαντα στη γιαγιά της. Ήταν τόσο χαρούμενη…
Εν τω σπηλαίω τίκτεται,
εν φάτνη των αλόγων…
…που δε σταματούσε να μιλάει. Να μιλάει και να τραγουδάει. Στη διαδρομή που έκαναν, με τα πόδια, είπε ό,τι χριστουγεννιάτικο τραγούδι ήξερε. Κι ύστερα…
…ο βασιλεύς των ουρανών,
ο ποιητής των όλων.
…ύστερα του ΄φυγε απ τα χέρια κι όρμησε στο απέναντι πεζοδρόμιο, που ήταν η γιαγιά της, τραγουδώντας τα κάλαντα. Δεν είδε…
Σ αυτό το σπίτι που ΄ρθαμε
πέτρα να μη ραγίσει…
…το λεωφορείο που ερχόταν από την άλλη πλευρά. Δεν πρόσεξε, τη γιαγιά της, που σήκωνε τα χέρια και της έκανε νόημα να μην τρέξει. Δεν άκουσε εκείνον, που φώναζε «όχι»! Πάτησε…
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
χίλια χρόνια να ζήσει!
…στο οδόστρωμα και, πάει, πέταξε, σαν αγγελάκι που ήταν. Εκείνος έζησε. Έζησε άλλα 25 χρόνια, για να δει την αγαπημένη του Ξανθίππη να σβήνει, τρεις μήνες αργότερα. Τη μάνα του, να ακολουθεί, τη Ζωή και την Ξανθίππη. Τον πατέρα της Ξανθίππης, ζωντανό – νεκρό στο ίδρυμα, να μην ακούει, να μην βλέπει, να μην καταλαβαίνει. Μόνον, κάθε χρόνο, παραμονή Χριστουγέννων, να δακρύζει το σβησμένο του βλέμμα. Κι ύστερα, πάλι, να βυθίζεται στο τίποτα. Το απόλυτο τίποτα.
«Και του χρόνου»!
Σα να ξύπνησε ξαφνικά. Η Μαρία τον κοιτούσε χαμογελαστή. Είχε κερδίσει τα 200 ευρώ. Είχε ξεχάσει την περιπέτειά της.
Δε μίλησε. Μόνον, της είπε να περιμένει και ντύθηκε. Μετά, την πήρε από το χέρι και της ψιθύρισε:
«Πάμε σπίτι σου, τώρα».
Την πήγε ως την πόρτα. Της άφησε το χέρι μόνον όταν το πήρε η μητέρα της μικρής Μαρίας. Κι ύστερα επέστρεψε στο σπίτι του. Βυθίστηκε στον καναπέ κι άκουγε, από μακριά, τα παιδιά, να τραγουδούν τα κάλαντα. Δεν άνοιξε την πόρτα του σε κανένα.

Σχόλια

Ο χρήστης Klearchos είπε…
Τις καλύτερες μου ευχές για τις γιορτές!!
Ο χρήστης ria είπε…
χρόνια πολλά φίλε!
να είσαι καλά και να χαίρεσαι τους αγαπημένους σου.
πολύ συγκινητική η ιστορία που ανέρτησες...

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ