«Άντε! Η καμπάνα χτύπησε»! Ο κυρ – Ανδρέας στεκόταν, εδώ και ώρα, στην είσοδο του διαμερίσματος. Με το καινούργιο του κοστούμι, την άσπρη λαμπάδα στα χέρια, τη γραβάτα του δεμένη στην εντέλεια, φρεσκοπλυμένος, φρεσκοσιδερωμένος, σαν έτοιμος από καιρό. Είχε βάλει κι ένα κόκκινο αβγό στην τσέπη, που το είχε διαλέξει επιμελώς, όχι πολύ μικρό, ούτε πολύ μεγάλο, ούτε σουβλερό, αλλά στρόγγυλο. Με μια, μόνον, έγνοια: Να σπάσει τα αβγά όλων των υπολοίπων. Αν ήταν δυνατόν, θα είχε ξεκινήσει εδώ και ώρα για την εκκλησία. Δεν του άρεζε καθόλου που όλοι έτρεχαν, στις 12 παρά δέκα στην εκκλησία και, με το που ακουγόταν το «Χριστός Ανέστη» τρέχαν να προλάβουν τη μαγειρίτσα. Δεν μπορούσε, όμως, να κάνει διαφορετικά, από τότε που παράτησε το χωριό, για να ζήσει στην πόλη, στο σπίτι του γιου του, του Μανώλη. Πολλές φορές είχε πει να τον αφήσουν στην ησυχία του, εκεί στο χωριό του, εκεί που γεννήθηκε, που μεγάλωσε, που έζησε πολέμους και κατοχές. Εκεί που συγχωρέθηκε η γριά του και την έθαψαν, παρά τις ...
KENA ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ