Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Φεβρουάριος, 2007

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Παλιές ιστορίες

Ήταν σίγουρος, πλέον. Κάτι του έκρυβε. Τι, όμως; Γνώριζε τον δολοφόνο; Τον είχε δει; Για ποιον λόγο τον έκρυβε, αν τον έκρυβε; Είχε παρατήσει την ανάκριση στο Μίλτο και καθόταν στο γραφείο του. Απέναντι έπαιζε η τηλεόραση. Ειδήσεις. Περίμενε μήπως θα έλεγαν κάτι για τον νεκρό αστυνομικό. Στα παράθυρα μάλωναν δυο δημοσιογράφοι και δυο τι βι περσόνες, για το νομοσχέδιο για την Παιδεία. Κουβέντα για τον αστυνομικό. «Τα παρατήσαμε»; Στο κούφωμα της πόρτας στεκόταν η Γενική Διευθύντρια. Σηκώθηκε, απότομα, όρθιος, λες και είχε μπει στην αίθουσα ο δάσκαλος. «Δεν παρατάμε τίποτα! Εκτός από την έρευνα, υπάρχει και η σκέψη, κυρία Πρήχα…» «Στρατηγέ Πρήχα, για σένα Θεοδωρίδη! Μην ξεχνιόμαστε! Δεν έφαγα τα πεζοδρόμια και τους δρόμους για να με αποκαλούν με το επίθετό μου… Σε λίγο θα μου μιλήσεις στον ενικό και θα με φωνάζεις με το μικρό μου όνομα…» Ο Κώστας έσφιξε το στόμα του. Περπάτησε προς την πόρτα κι έπιασε τη Γενική Διευθύντρια από το μπράτσο. Σχεδόν την έσυρε στο γραφείο του κι έκλεισε πίσω

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Ανάκριση

Χώρισαν τις δουλειές. Ο Κώστας ανέλαβε να μιλήσει στην Τιτάκου. «Τι βολικό», σκέφτηκε. Ο Μίλτος θα ανέθετε μέρος της έρευνας σε δύο υπαστυνόμους και θα συναντιόντουσαν στα κεντρικά της Ασφάλειας. Εκεί που η Ελένη «δέχονταν ψυχολογική στήριξη». «Μαλακίες»… Ο Κώστας ήξερε ότι οι ψυχολόγοι της αστυνομίας έχουν άλλους σκοπούς σε τέτοιες περιπτώσεις. Θα προσπαθούσαν να της πάρουν, με ωραίο, ομολογουμένως, τρόπο, ό,τι γνώριζε και δε γνώριζε για την ιστορία. Γι αυτό ήταν ιδιαίτερα βιαστικός. Χαιρέτισε με ένα νεύμα του κεφαλιού το φρουρό της πύλης και πήρε το ασανσέρ για τον τρίτο. Εκεί που βρισκόταν οι ειδικοί θάλαμοι ανακρίσεων, εκεί όπου ένας ψυχολόγος συζητούσε με την Ελένη. Το τι γινόταν μέσα στο θάλαμο, μπορούσες να το δεις από το διπλανό δωμάτιο. Ένας καθρέπτης χώριζε τους δυο θαλάμους. Καθρέπτης από τη μεριά του ανακρινόμενου και φιμέ τζάμι από την άλλη. Η συζήτηση με τον ψυχολόγο βιντεοσκοπούνταν. Η Ελένη είχε συνέλθει. Συζητούσε με άνεση με τον ψυχολόγο, απαντούσε σε ό,τι κ

Διάλειμμα Ολίγων Λεπτών

Εδώ και μέρες (πολλές) έχω βαλθεί να γράψω μια ιστορία μίσους. Μόλις, όμως, δέχτηκα μια προ(σ)κληση, από την evelina και δεν αφήνω το γάντι πεσμένο κάτω. Το σηκώνω κι ορμάω! Καλούμαι να γράψω πέντε πράγματα για μένα και να προ(σ)καλέσω πέντε. Έχουμε και λέμε: 1. Το «διαστήματα» προέρχεται από τα αρχικά του μικρού μου ονόματος, του πατρώνυμου και του επιθέτου μου –με την… κατάληξη –τήματα. 2. Πιστεύω στη δύναμη του χιούμορ. Από το φλεγματικό χιούμορ των Άγγλων (που το καταλαβαίνουν μόνον οι ίδιοι –ίσως και κανένας σκότος, μαύρος σκότος) ως τον αυτοσαρκασμό και την πατροπαράδοτη ελληνική πλάκα. Περισσότερα πράγματα μπορείς να πεις με το χιούμορ, παρά αν αντιμετωπίσεις το συνομιλητή σου ως πολιτικό στη Βουλή (δείτε τι κατάφερε με το Βίκτορ Βικτόρια ο Γουάιλντερ) . 3. Είμαι, πράγματι, πάνω από 100 κιλά , καθώς είμαι αδυνάμου χαρακτήρος και δεν μπορώ να αντισταθώ μπροστά στη θέα ενός καλά σιροπιασμένου κανταϊφιού, όπως και μπροστά στη θέα μιας αδύνατης βραζιλιάνας με

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Υποθέσεις

«Δεν υπάρχει αμφιβολία. Είναι ο ίδιος άνθρωπος. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω για πιο λόγο σκότωσε τον Ευσταθίου. Είναι ένας χαμηλόβαθμος αστυνομικός, που…» «…ήταν σε λάθος μέρος, τον λάθος χρόνο». Από παλιά ο Κώστας συμπλήρωνε το Μίλτο. Τότε, βέβαια, ο Κώστας ήταν ο διοικητής κι ο Μίλτος ο υφιστάμενος. Αλλά, πλέον, τα πράγματα είχαν αλλάξει. «Τι λάθος χρόνος και λάθος μέρος… Είναι δυνατόν;» «Έτσι φαίνεται, Μίλτο. Ο Ευσταθίου δεν είχε καμία σχέση με το προηγούμενο έγκλημα. Όσο και να ψάξουμε, δε θα βρούμε την παραμικρή σχέση. Κάτι άλλο ήθελε ο άνθρωπός μας εδώ, βραδιάτικα. Βρήκε στην πόρτα τον Ευσταθίου και τον καθάρισε για να συνεχίσει. Κι αν δεν ήταν η Άννα…» «…θα είχε σκοτώσει την Τιτάκου. Για ποιον λόγο, όμως; Η ίδια δεν μας είπε ότι δε γνώριζε το πρώτο θύμα; Μας έλεγε ψέματα»; «Δεν ξέρω. Πού είναι τώρα;» «Στα κεντρικά. Τη βλέπει ψυχολόγος, για υποστήριξη». Τότε και μόνον τότε κατάλαβε ότι η Τιτάκου, για την οποία μιλούσε τόσο ψυχρά, λες και δεν την είχε ξαναδεί στη ζωή

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Ο δεύτερος

Η οδήγηση δεν ήταν ποτέ το φόρτε του. Πήρε το δίπλωμα επειδή ο εξεταστής γνώριζε ότι ήταν μπάτσος. Αλλά μόνο στη σκέψη ότι μπορεί να είχε πάθει κάτι η Ελένη, είχε γίνει Σουμάχερ. Είχε κολλήσει το γαλάζιο καρούμπαλο στον ουρανό κι είχε σανιδώσει το γκάζι. Πέρασε τέσσερις διασταυρώσεις με κόκκινο και πρόλαβε να δει έναν από τους οδηγούς να σταυροκοπείται. Όταν έφθασε στο σπίτι της Ελένης, ήδη είχαν φθάσει δύο περιπολικά. Ανέβηκε από τα σκαλιά, σπρώχνοντας όποιον έβρισκε μπροστά του. Όρμησε στο διαμέρισμα. «Ελένη»! Ήταν καθισμένη στον καναπέ. Είχε κατακόκκινα μάτια και η σκιά της είχε μεταμορφωθεί σε δυο μαύρα αυλάκια, από τα μάτια ως χαμηλά στα μάγουλα. Που και που τις ξέφευγε ένας λυγμός. «Είναι καλά. Απλά έχει τρομάξει…» Γύρισε και είδε τη λέσβω αστυνομικίνα δίπλα του. Τα μάτια της έδειχναν τρομαγμένα. «Μα τι…» «Ούτε καταλάβαμε καλά – καλά. Ακούσαμε γδούπους στην πόρτα. Έβγαλα το πιστόλι, πλησίασα και φώναξα το συνάδελφο. Δεν απαντούσε. Άνοιξα λίγο την πόρτα και τότε κάπο

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Τηλεφώνημα

Μούλιαζε κάτω από το ντους. Είχαν μιλήσει στο τηλέφωνο για μισή ώρα. Δεν έλεγαν τίποτε. Αλλά ήταν ερωτευμένοι. Οι ερωτευμένοι έχουν αυτό το προνόμιο. Μιλούν με τις ώρες, χωρίς να λένε το παραμικρό. Ή, τουλάχιστον, λένε πράγματα που στους κανονικούς ανθρώπους μοιάζουν ασήμαντα. Μόνον σε εκείνους είναι σημαντικά. Είχαν συμφωνήσει το επόμενο πρωινό να το περάσουν μαζί. Ο Κώστας είχε φροντίσει να μην υπάρχει φρουρά κι έτσι, αναγκαστικά, να πάει εκείνος στο σπίτι της, γι αυτόν τον… άχαρο ρόλο. Θα έμεναν μαζί από τις 8 το πρωί, ως το μεσημέρι. Τέσσερις ώρες γεμάτες έρωτα. Ήταν τυλιγμένος με το μπουρνούζι του, μπροστά στην τηλεόραση, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. «Ναι…» «Αστυνόμε… Τρέχα! Είναι νεκρός! Έχω κλειδώσει και είμαστε μέσα. Αλλά δεν ξέρω… Κάλεσα το 100 από το κινητό μου. Βγαίνει Αθήνα. Δεν ξέρω τι θα γίνει με τις συνεννοήσεις τους. Γαμώ τα κινητά μου, γαμώ! Τρέχα!» Η λεσβία! Νεκρός; Ποιος ήταν νεκρός; Τι έγινε; Δεν είχε ώρα για απαντήσεις. Τώρα έπρεπε να τρέξει… συνεχίζετα ι

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Έρευνα

Μίλτος και Κώστας συναντήθηκαν στο νεκροτομείο. Το πτώμα του Αλεξάνδρου ήταν τοποθετημένο, γυμνό, πάνω σε έναν πάγκο. Ο ιατροδικαστής φορούσε πράσινη ρόμπα, είχε κλειστό το στόμα και τη μύτη με ιατρική μάσκα και είχε ανοίξει τα σωθικά του Αλεξάνδρου. Τα έκοβε ένα-ένα, τα έβγαζε, τα ζύγιζε σε μια ζυγαριά που κρεμόταν πάνω από τον πάγκο και τα τοποθετούσε σε έναν άλλο πάγκο πίσω του. Το όλο σκηνικό θύμιζε έντονα κρεοπωλείο. «Δεν έχω να πω τίποτα καινούργιο», τους είπε ο ιατροδικαστής. «Ισχύουν όσα σας είπα και στη νεκροψία. Η νεκροτομή μας δείχνει ότι ο Αλεξάνδρου δεν είχε πιει, δεν είχε φάει πρόσφατα και είχε ένα παλιό σπάσιμο, στο δεξί πόδι. Ζήτησα ιστολογική εξέταση σπλάχνων, αλλά είμαι απόλυτα σίγουρος ότι δε θα βρεθούν ίχνη αλκοόλ ή ναρκωτικών». Το ίδιο σίγουροι ήταν κι ο Μίλτος με τον Κώστα. Βγαίνοντας από το νεκροτομείο, αναπνέοντας και πάλι καθαρό αέρα, χωρίς τη μυρωδιά της φορμόλης, έβγαλαν, σχεδόν ταυτόχρονα, τα κινητά τους. Ο Μίλτος πήρε στο γραφείο, να δει αν τον είχε ζητήσει

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Φύλακες

Της φάνηκε ότι είχαν κάνει έρωτα για δυο με τρεις ώρες. Η αλήθεια, όμως, ήταν ότι είχαν κάνει έρωτα μόλις για πέντε λεπτά. Ντύθηκε στα γρήγορα, γιατί φοβόταν ότι θα χτυπούσε η πόρτα και θα ήταν οι αστυνομικοί που θα αναλάμβαναν να κάνουν τον ύπνο της χωρίς εφιάλτες κι αγωνία. Ντύθηκε κι εκείνος. «Βιάζεσαι»; «Δε θα ΄ρθουν οι φίλοι σου»; «Εντάξει, έχουμε καιρό…» «Τότε να βάλω ένα ποτό…» «Καλύτερα όχι εν ώρα υπηρεσίας. Μια άλλη φορά». «Μπα, θες ανκόρ»; Ήταν λίγο άγαρμπο αυτό, αλλά ξαφνικά αισθανόταν φτηνή. Τον είχε γνωρίσει πριν μερικές ώρες, ντυμένο με παλτό, τον συνάντησε σε ένα γραφείο με σακάκι και, ξάφνου, ήταν από πάνω της, γυμνός, να κουνιέται πέρα δώθε και να βογκάει. Κι εκείνη να τυλίγει τη μέση του με τα πόδια της και να τον σπρώχνει όλο και πιο βαθιά. Περίμενε ότι θα της κατεβάσει καμία ξανάστροφη, αλλά αντίθετα, εκείνος έσκυψε το βλέμμα σαν αρσακειάδα του 50 και βγήκε στο σαλόνι. Τον ακολούθησε. «Κοίτα, δεν το εννοούσα. Απλά, όλα έγιναν γρήγορα και δεν προλάβ

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Αλεξάνδρου

Μισή ώρα μετά, οι δυο τους βρίσκονταν στο σημείο όπου είχε βρεθεί δολοφονημένος ο Αλεξάνδρου. Το μέρος φυλάσσονταν από την αστυνομία κι ήταν, ακόμη, φωτισμένο από τους προβολείς. Ένας φωτογράφος, αστυνομικός με πολιτικά, έπαιρνε φωτογραφίες από διάφορα σημεία. Τότε η Ελένη παρατήρησε κάτι, που δεν είχε δει προηγουμένως: Όλη η πυλωτή της πολυκατοικίας ήταν χωρισμένη σε μικρά τετράγωνα, με άσπρο νήμα. «Τι είναι αυτά»; «Ένας τρόπος να βρίσκουμε χαμένα πράγματα. Χωρίζουμε τη σκηνή μιας δολοφονίας σε μικρά μέρη και τα εξετάζουμε, ένα προς ένα. Έτσι, είμαστε σίγουροι ότι δεν έχουμε ξεχάσει κάτι», της εξήγησε. Τον πλησίασε ένας αστυνομικός και του έδωσε ένα ντοσιέ. «Αστυνόμε, είναι ό,τι μαζέψαμε ως τώρα», του είπε. Η Ελένη τον κοίταξε με ένα ερευνητικό ύφος. «Αστυνόμε; Έχεις τον ίδιο βαθμό με τον διοικητή σου», τον ρώτησε; Χαμογέλασε αδιόρατα. Την κοίταξε κατάματα. Έπειτα, έσκυψε το κεφάλι και είπε, μέσα από τα δόντια του: «Κάποτε ήμουν προϊστάμενος του Μίλτου. Αλλά η ζωή είναι ρό

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Ανάκριση

Μίλτος και Κώστας κάθονταν ο ένας στο γραφείο του κι ο άλλος όρθιος, δεξιά διαγώνια από την χοντρούλα – γοητευτική τριαντάρα με το σκύλο. Ο Μίλτος επέμενε: Χοντρούλα. Ο Κώστας είχε ξεκινήσει από το «τριαντάρα με το σκύλο» και, πλέον, είχε προσθέσει το «γοητευτική». Σε λίγο θα την αποκαλούσε κουκλάρα κι ένας Θεός ξέρει τι άλλο σε –άρα. «Λοιπόν, πάμε λίγο από την αρχή και μετά μπορείτε να φύγετε. Σας λένε…» «Ελένη Τιτάκου. Είμαι 33 ετών, λογίστρια στην Έξαγκον Α.Ε. και μένω δυο τετράγωνα πιο κάτω. Είχα βγάλει το σκύλο βόλτα. Ο δρόμος ήταν θεοσκότεινος –δεν έβλεπες την τύφλα σου. Ο σκύλος σταμάτησε κι άναψα τσιγάρο. Στο φως της φλόγας, είδα το πτώμα. Ο Ντικ έγλυφε τα αίματα, συγνώμη, αλλά δεν είχα κουράγιο να του πω να σταματήσει, ούτε την ψυχραιμία. Έβαλα τις φωνές, μια γυναίκα με άκουσε, βγήκε έξω. Με ρώτησε τι έπαθα, εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω, ήρθε εκεί με έναν φακό, είδε το πτώμα, άρχισε να φωνάζει, μαζεύτηκαν κι άλλοι, αυτά…» Τα έλεγε όλα αυτά χωρίς να βιάζεται, με ιδιαίτερη ψ