Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Ο Σταύρος

Τον βάπτισαν Σταύρο. Αλλά τον φώναζαν Ταύρο. Γιατί έμοιαζε με ταύρο. Ψηλός, γεροδεμένος, ντουλάπα. Χτιστός. Γι αυτόν είχε βγει το προσωνύμιο. Ο σβέρκος του, ένα με το κεφάλι του. Αυτό που η Ελίζαμπεθ Τέιλορ είχε ονομάσει, στο Cat on a hot tin roof, “No neck monster”. Πάντα καλοντυμένος. Στην τρίχα. Παρά το μέγεθός του, το χειμώνα, το κουστούμι και το γιλέκο ήταν απαραίτητα. Το καλοκαίρι, λινά κοστούμια και ψάθινο άσπρο καπελάκι στο χέρι. Σα να είχε βγει από άλλη εποχή.

Δεν μπορούσες να τα βγάλεις πέρα με τον Σταύρο. Ο λόγος του ήταν νόμος. Ποιος θα κατάφερνε να τα βγάλει πέρα με ένα βουβό δύο μέτρων και 150 κιλών; Και σα να μην έφτανε αυτό, ο Ταύρος, είχε οργανώσει το δικό του στρατό:

Πρώτα ήταν οι πόρνες. Είχε καμιά δεκαριά από αυτές. Μέσα στο κύκλωμα που φέρνει τις κοπέλες από τη Βουλγαρία, τη Γεωργία, τη Ρωσία, τη Ρουμανία, τη Μολδαβία –από όλες αυτές τις χώρες που στριμώχνονται στην αυλή της περίφημης Ενωμένης Ευρώπης- κρατούσε για πάρτη του τις καλύτερες. Τις υπόλοιπες τις πουλούσε σε ιδιοκτήτες μπαρ κι άλλα ρεμάλια που ονειρεύονταν να πλουτίσουν σύντομα, χωρίς να ξέρουν ότι θα πεθάνουν γρήγορα.

Έπειτα ήταν οι προστάτες. Λίγοι παραπάνω από τις πόρνες του. Τις συνόδευαν, δήθεν οδηγοί, όπου και να πήγαιναν, σε οποιοδήποτε ραντεβού –γιατί τα κορίτσια του Σταύρου, δούλευαν μόνο με ραντεβού. Και οι προστάτες ήταν αυτοί που τις περίμεναν, στο αυτοκίνητο, όση ώρα εκείνες πουλούσαν το κορμί τους στις μεζονέτες του Πανοράματος, ή στα ξενοδοχεία της παραλίας. Ήταν οι ίδιοι που «καθάριζαν» για λογαριασμό του Σταύρου, παίρνοντας πάνω τους όλη την ευθύνη. Το λευκό λινό κουστούμι του Σταύρου, ήταν, πάντα, αλέκιαστο.

Είχε και τους μεταφορείς του. Ρεμάλια στην πλειοψηφία τους, που εργάζονταν για μερικά κατοστάρικα. Αυτοί έπαιρναν τις κοπέλες από τα σύνορα και τις στοίβαζαν στα φορτηγά. Αυτοί τις οδηγούσαν σε αποθήκες, έξω από τη Θεσσαλονίκη και τις κρατούσαν εκεί λες κι ήταν ζώα, για σφαγή. Αυτοί ήταν που τους κυνηγούσαν οι μπάτσοι, σαν το Μίλτο και τον Κώστα –κι όταν τους έπιαναν, κρατούσαν το στόμα τους κλειστό, γιατί ήξεραν ότι ο Σταύρος θα φρόντιζε τους δικούς τους ανθρώπους, όσο εκείνοι ήταν «μέσα».

Όλα αυτά τα γνώριζε από την καλή και την ανάποδη ο Κώστας. Όπως κι όλη η αστυνομία. Μόνον που ο Σταύρος- ο Ταύρος- δεν ήταν ποτέ παρών στις βρομοδουλειές του. Όποτε κι αν έγινε έφοδος σε σπίτι ή αποθήκη του, ο Σταύρος απουσίαζε. Κι όποτε έπιαναν κάποιον δικό του, ποτέ μα ποτέ δεν άνοιγε το στόμα του να «δώσει» τον Ταύρο, ακόμη κι αν τα ανταλλάγματα ήταν πολλά και καλά. Γιατί ο Σταύρος μπορεί να φρόντιζε τους ανθρώπους του, αλλά όποιον έβαζε στο μάτι, τον έτρωγε το μαύρο σκοτάδι.

Το να βρεις τον Σταύρο τον Ταύρο ήταν πολύ δύσκολο. Για να μπεις στην έπαυλή του, στο Μελισσοχώρι, ήταν αδύνατο, εκτός κι αν διέθετες έναν λόχο των Ορεινών Καταδρομών. Ένας μαντρότοιχος έφερνε βόλτα όλο το οικόπεδο κι υπήρχε μόνον μια πόρτα, σιδερένια. Κάμερες παρακολουθούσαν την κίνηση γύρω από το σπίτι και στην αυλή. Κι οι άνθρωποι του Σταύρου μπορεί να μην ήταν εμφανώς οπλισμένοι, αλλά η κοψιά τους σε απέτρεπε από το να τους προκαλέσεις.

Στη Θεσσαλονίκη κατέβαινε μόνο για δουλειές. Εκείνος όριζε τα ραντεβού.

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ο Σταύρος – ο Ταύρος – ποτέ δεν είπε όχι στην αστυνομία. Όποτε τον ήθελαν, έφτανε να δώσουν σήμα στα τσιράκια του κι εκείνα έστελναν το μήνυμα. Μια ώρα μετά, ο Σταύρος έκανε την εμφάνισή του στα κεντρικά της Ασφάλειας. Αυτήν τη φορά, όμως, ο Μίλτος, που θα μπορούσε να τον καλέσει, ήταν σε διαθεσιμότητα. Γι αυτό κι ο Κώστας, αποφασισμένος να δώσει τέλος, ανέλαβε δράση:

Οδήγησε ως το Μελισσοχώρι. Σαν αφιονισμένος, πάρκαρε μπροστά στη σιδερένια πόρτα από την έπαυλη του Σταύρου. Πάτησε το κουμπί του θυροτηλεφώνου και το άφησε μόνον όταν άκουσε τον χαρακτηριστικό ήχο της πόρτας που άνοιγε. Μπήκε στο αυτοκίνητό του κι οδήγησε ως την είσοδο της έπαυλης.

Ο Σταύρος τον περίμενε στην είσοδο. Λίγο πίσω του, με τα χέρια σε στάση προσοχής, καθόταν ένας από τους ανθρώπους του. Φορούσε γυαλιά ηλίου κι ήταν καλωδιωμένος. Ο ίδιος ο Σταύρος φορούσε γκρι κοστούμι, γιλέκο και γκρι πουκάμισο. Η γραβάτα του ήταν στις ίδιες, πάνω κάτω, αποχρώσεις με το πουκάμισο. Ριγέ. Φορούσε κι αυτός γυαλιά ηλίου. Το ένα χέρι του το είχε κρεμασμένο στα πλάγια και το άλλο στην τσέπη του σακακιού, με τον αντίχειρα από έξω.

«Κύριε Θεοδωρίδη, είστε λίγο βιαστικός ή μου φαίνεται»;

«Σταύρο, θα ήθελα να μιλήσουμε»…

«Θα πρέπει κάποιος να είναι ηλίθιος, για να μην καταλάβει ότι σε έχει πιάσει μια ακατάσχετη μανία να μιλήσεις μαζί μου. Χτυπούσες το θυροτηλέφωνο επί πέντε λεπτά»!

Ο πληθυντικός ευγενείας είχε πάει περίπατο…

«Σταύρο, πρέπει να μιλήσουμε»…

Ο Κώστας κοίταξε τον χτιστό, πίσω από τον Σταύρο. Ο Σταύρος –ο Ταύρος- όμως, δεν έκανε την παραμικρή κίνηση, για να απαλλάξει από τα καθήκοντά του τον φουσκωτό του.

«Μπορείς να μιλήσεις κι εδώ. Αφού βιάζεσαι τόσο πολύ, δε θα σε πειράζει να μου τα πεις στο όρθιο στην πόρτα»…

«Πρόκειται για τη Νατάσσα»…

Το όνομα της πόρνης άλλαξε το σκηνικό. Ο Σταύρος περπάτησε προς το μέρος του Κώστα. Έκανε νόημα με το χέρι στον φουσκωτό, να μην τους ακολουθήσει.

«Ας περπατήσουμε ως την πισίνα»…

Περπάτησαν στο πίσω μέρος της έπαυλης. Στην πισίνα τρεις κοπέλες, να τις πιεις στο ποτήρι, λιάζονταν. Φορούσαν μόνον τα στρινγκ τους. Με ένα νεύμα του Σταύρου, μάζεψαν πετσέτες κι αντηλιακά κι εξαφανίστηκαν στο εσωτερικό της έπαυλης. Από πίσω τους πήγε κι ο υποτιθέμενος ηλικιωμένος υπηρέτης, που έμοιαζε περισσότερο με προαγωγό της δεκαετίας του 70. Εντελώς αταίριαστος με το υπόλοιπο ντεκόρ. Ο Κώστας τον κοίταξε.

«Ο Σαράντης είναι στη δούλεψή μου από τότε που ήμουν 19 χρονών. Μου έχει σταθεί σαν πατέρας και σαν αδελφός μαζί. Θα σε συμβούλευα να μην τον κοιτάς επίμονα»!

«Απλά, δεν ταιριάζει με το κλίμα»…

«Λογαριασμός μου! Λοιπόν, για την πόρνη σου»…

«Μου»;

«Η νεκρή πόρνη, είναι πόρνη σου. Αν ήταν ζωντανή, θα βλέπαμε αλλιώς τα πράγματα»…

«Ανήκε στο ασκέρι σου, Σταύρο»!

«Κύριε Θεοδωρίδη, είμαι ένας ευυπόληπτος επιχειρηματίας. Παίζω στο χρηματιστήριο κι αβγατίζω κάτι χρηματάκια που είχα στην πάντα. Όσα ακούγονται για μένα, είναι ψεύδη»…

«Αν είναι να παίξουμε θέατρο, προτιμώ τον Ερωτόκριτο. Είσαι να κάνεις την Αρετούσα»;

«Ο Κορνάρος δε μου άρεζε ποτέ ιδιαίτερα. Ούτε το κλασικό θέατρο, κύριε Θεοδωρίδη. Έχω πιο σύγχρονα γούστα. Αραμπάλ! Νεκροταφείο Αυτοκινήτων! Τέτοια πράγματα».

«Κράτα για ΄σένα το θέατρο του παραλόγου Σταύρο. Εγώ θέλω απαντήσεις! Όλοι ξέρουμε τι δουλειά κάνεις, αλλά δεν μπορούμε να το αποδείξουμε. Ξέρουμε ότι η Νατάσσα ήταν δικό σου κορίτσι. Από τα ακριβοπληρωμένα. Από αυτά που δεν τα παρατάς από ΄δω κι από εκεί, αλλά τα φροντίζεις. Όπως τα τρία που λιάζονταν πριν λίγο εδώ»…

«Να προσέχεις πώς μιλάς για τις ξαδέλφες μου»…

«Από το σόι του πατέρα σου, ή της μητέρας σου; Σταύρο, αν είναι να το πάμε έτσι, ας σταματήσουμε τώρα. Θα πάρω ένταλμα για έρευνα και θα σου κάνω τη βίλα φύλλο και φτερό. Ξέρω ότι δε θα βρω τίποτα, αλλά η πιάτσα θα μάθει ότι σε ψάχνουμε. Κι εσύ δεν τα θες αυτά»…

«Μπορώ να σε πετάξω έξω, το ξέρεις»;

«Ναι και θα γυρίσω με εισαγγελέα και τα κανάλια»!

«Μπα, σου έγινε συνήθεια, βλέπω… Δε σου έφτασαν τα δέκα λεπτά δημοσιότητας που κέρδισες στα τελευταία δελτία, χθες»;

«Ίσα-ίσα. Μου άρεσε. Κι επειδή σκέφτομαι να κερδίσω άλλα δέκα, λέω να σου φέρω τα κανάλια από ΄δω έξω, για ζωντανές συνδέσεις. Εκτός κι αν μου πεις για τη Νατάσσα»!

Ο Σταύρος, ο Ταύρος, δε φαινόταν τόσο δυνατός. Έγειρε χαμηλά το κεφάλι και, σκυφτός, άρχισε να μιλάει:

«Δεν έχω ιδέα ποιος τη μακέλεψε. Κορίτσι μου ήταν η Νατάσσα. Από τα αγαπημένα. Ευχαριστιόταν τη δουλειά της και δεν υπήρχε, από πίσω, κάποια τρομερή ιστορία»…

«Αν είναι να μου πεις κι άλλα ψέματα, να σταματήσουμε εδώ! Σταύρο, το ξέρουμε πως την είχες βάλει στο πρόγραμμα μεθαδόνης, για να παίρνει τη δόση κι εσύ να την πουλάς σε άλλους. Εσύ της γνώρισες την κοκαΐνη και την παραγέμιζες σκόνη, για να κάνει τις βρομιές σου! Αλλά δεν έχουμε ούτε μία απόδειξη! Γι αυτό σταμάτα και λέγε ποιος τη σκότωσε»!

«Σου είπα! Δεν έχω ιδέα! Αυτά για τα ναρκωτικά είναι παραμύθια της πιάτσας»!

«Μη συνεχίζεις»…

«Εντάξει, εντάξει! Λοιπόν, πριν μια βδομάδα έκλεισε ραντεβού με κάποιον πελάτη. Το τηλέφωνό της το είχε βρει στην εφημερίδα. Το ραντεβού ήταν σε παραλιακό ξενοδοχείο. Οι κοπέλες δεν περνούν από τη ρεσεψιόν, αλλά πηγαίνουν κατευθείαν στο δωμάτιο για να μην εκθέτουν τους πελάτες. Ο συνοδός περιμένει στο λόμπι. Πίνει κανα καφέ, διαβάζει εφημερίδα και με το που πηγαίνει η μικρή στο δωμάτιο του κάνει αναπάντητη. Ο συνοδός πήγε στο λόμπι, παρήγγειλε καφέ και περίμενε. Πέρασαν δέκα λεπτά κι η Νατάσσα δεν είχε κάνει αναπάντητη. Έτσι ο δικός μου ανέβηκε στο δωμάτιο. Έριξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Βρήκε ένα ζευγάρι με το παιδάκι τους –δυο, τριών χρονών. Τον κοιτούσαν σα χαμένοι. Τους ρώτησε πού είναι η κοπέλα και δεν είχαν ιδέα»…

«Τι βγήκε από την έρευνά σου; Και μη μου πεις ότι άφησες ένα εργαλείο της δουλειάς να εξαφανιστεί χωρίς να το ψάξεις»…

«Τίποτα. Ο υποτιθέμενος πελάτης την περίμενε έξω από το δωμάτιο. Τον αριθμό τον είχε δώσει στην τύχη. Την πήρε κι έφυγαν. Τώρα, πώς το κατάφερε, δεν ξέρω. Μπορεί να της έδωσε μια στο κεφάλι και να τη μετέφερε. Μπορεί να τη ζάλισε με κάτι, με σπρέι, δεν ξέρω με τι. Την έβγαλε έξω από την πίσω είσοδο, αυτήν της πισίνας. Βλέπεις, το συγκεκριμένο ξενοδοχείο έχει πολλές εισόδους. Με το αυτοκίνητό του την πήγε εκεί που τη βρήκατε»…

«Και δεν έχεις ιδέα ποιος μπορεί να ήταν»;

«Αν τον είχα βρει, θα σου τον είχα δώσει. Πακέτο»!

Προφανώς ο Σταύρος εννοούσε «μέσα σε πακέτο και σε κομμάτια». Αλλά δεν ήταν η ώρα να αναλύσει ανώτερες έννοιες. Την ώρα που ο Κώστας έφευγε από την έπαυλη του Σταύρου, είχε μόνον ένα πράγμα στο μυαλό του: Να βρει την Ελένη και να μιλήσει μαζί της. Κάτι του έλεγε πως το κλειδί της ιστορίας ήταν στην αρχή της.

Συνεχίζεται

Σχόλια

Ο χρήστης november είπε…
Μμμμ... καιρό είχαμε ν'ακούσουμε για τη χοντρουλή -πλην όμως γοητευτική- Ελένη...

- λέγοντας "βουβό", υποθέτω ότι εννοείς βουνό; (γιατί μετά μιλάει, όχι τίποτα...)
Ο χρήστης An-Lu είπε…
Περπατάει καλά το στόρι!
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ november
Βουνό Νοέμβριε, βουνό. Όντως μιλάει και για βουνό τα λέει πολύ καλά. (Με μικροσκόπιο το ψάχνεις το κείμενο πια, κακίστρω)!

@an-lu
Θενκς, γιατί έχω αναγκαστεί να κόψω διάφορα από ενδιάμεσα, για να τελειώσω κάποτε (ένας φόνος μας έμεινε και η λύση(;) του μυστηρίου)
Ο χρήστης Кроткая είπε…
τι, κι άλλος φόνς;
ε, μην μαρτυράς την συνέχεια!!!

πάντως κάτι δνε μου κολλάει!

η μετακόμιση πώς πάει;
μόνος μετακομίζετε αγαπητέ μου;
Ο χρήστης november είπε…
Άμα διαβάζω κάτι και δε μου βγαίνει (δε μου βγαίνει, δε μου βγάινει) να μην το πω; Πολύ καλά λοιπόν δεν ξαναμιλάω: My lips are sealed!
Ο χρήστης november είπε…
@krotkaya: (δε μιλάω σ' εσένα, στην κοπέλα μιλάω): Είσαι σε πολύ καλό δρόμο αγαπητή... (δεν ξαναμιλάω)
Ο χρήστης allmylife είπε…
α, για συνεχίστε σύντομα παρακαλώ!!!


(πολύ καλό το βρίσκω)


Χρόνια Πολλά :)
Ο χρήστης Кроткая είπε…
τι θα γίνει με το θεματάκι μας; χειρότερος κι απο τον Καπουντζίδη είστε αγαπητέ μου.
Ο χρήστης diastimata είπε…
Συγνώμη παιδιά! Η μετακόμιση ήταν χειρότερη από ό,τι περίμενα! Θα ακολουθήσει λεπτομερές ποστ, με το τέλος της ακατάστατης σειράς, όπου θα γελάσει κάθε πικραμένος. Ζω, ακόμη, στην πολιτεία των κιβωτίων, κάτω από ένα στρώμα οικιακής σκόνης. Για Ίντερνετ ούτε κουβέντα. Σε 15 μέρες τηλέφωνο κι από εκεί κι ύστερα, αν υπάρχει πόρος, θα έλθει και η ADSL! Τώρα γράφω από τη δουλειά -που δεν είναι και το πιο εύκολο. Επιφυλάσσομαι.
Ο χρήστης iris είπε…
λοιπόν (μετά από ένα μακρύ διάστημα απουσίας και εκ μέρους μου) επανέρχομαι με τις χαιρετούρες και παρατηρήσεις: Χρόνια πολλά - τι μου κάνετε, καλά; - χάρηκα πολύ με τα νέα της μετακόμοισης σας - κάθε εμπόδιο για καλό - περιμένουμε εναγωνίως τη λύση του γρίφου που μας έδωσες.

φιλιά πολλά
ίρις
Ο χρήστης NinaC είπε…
Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον και τις ευχές.

Φιλιά πολλά :)))
Ο χρήστης AVRA είπε…
μην αγχώνεσαι Δημητρη...εμεις περιμενουμε απως στις θέσεις μας!

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ