Ο Αβραάμ ήταν "θρανίο" μου σε όλο το Λύκειο. Είχαμε καθίσει στο ίδιο θρανίο και στη Β Γυμνασίου, για μια περίοδο κι είχαμε αποφασίσει ότι ταίριαζαν τα τσανάκια μας. Έξυπνοι, αλλά όχι εξυπνάκηδες, κολλούσαμε τους καθηγητές που μας κολλούσαν κι αφήναμε τους άλλους στην ησυχία τους. Κι όποιος ήταν "ξηγημένος" είχε να κάνει με μελετηρούς μαθητές. Με άλλα λόγια, διαβάζαμε για τη Χημεία, επειδή αγαπούσαμε τον Θόδωρο τον Χημικό, διαβάζαμε Ιστορία, επειδή ο Ηλίας απογείωνε το μάθημα με γνώσεις που, εκείνες τις εποχές, ούτε τις φανταζόμασταν και κλέβαμε ματιές κάτω από τις φούστες της φιλολόγου, η οποία, αν και μεγάλη για μας, είχε πόδια απίστευτα. Το κόλπο με τη φιλόλογο ήταν απλό: Πετούσες το στιλό κάτω κι έσκυβες να το πάρεις. Κάρφωνες τα μάτια μεταξύ των ποδιών και σηκωνόσουν αργά, αρχοντικά, έχοντας ταξιδέψει ως τον παράδεισο. Γιατί παράδεισος ήταν τότε ένα μικρό τριγωνάκι υφάσματος -συνήθως λευκό, ή μαύρο (τα σαμπανιζέ και τα μοβ ήρθαν στη μόδα όταν αποκτούσαμε τα πρώτ...
KENA ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ