Μισούσε τα κάλαντα. Ω, ναι! Οπωσδήποτε μισούσε τα κάλαντα. Και, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, ήταν αναγκασμένος να τα ακούει και τις τρεις παραμονές: Των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Επειδή, είχε την ατυχία, τα παιδιά της γειτονιάς να έχουν για δασκάλα τη Φωφώ. Που, λόγω ονόματος, λόγω επαγγέλματος, λόγω πάθους, γνώριζε καλά και τα κάλαντα των Φώτων. Και τους τα είχε μάθει. Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, κλειδωνόταν στο σπίτι. Κατέβαζε τα ρολά, έσβηνε τα φώτα κι έκανε ησυχία. Ώσπου να περάσει η παραμονή και να γίνουν, πια, Χριστούγεννα. Το ίδιο την Πρωτοχρονιά, το ίδιο και των Φώτων. Όλες τις άλλες ημέρες ήταν μια χαρά άνθρωπος. Και τους γείτονες χαιρετούσε και τους μιλούσε και καλημερίζονταν με όλους. Αλλά τις παραμονές, όταν έβγαιναν τα παιδιά για τα κάλαντα, λες και μεταμορφωνόταν. Ώρες-ώρες πίστευε ότι μάκραιναν τα νύχια του κι οι κυνόδοντες, ότι τα μάτια του κοκκίνιζαν και μάκραιναν τα μαλλιά του, ότι η μύτη του έπαιρνε ένα περίεργο σχήμα… Δεν τολμούσε να καθίσει μπροστά ...