Ήταν, ήδη, φτιαγμένος. Μια μυτιά, που είχε πάρει στο μπάνιο, τον είχε φέρει εκεί. Έβαλε τα φιξάκια στις εσωτερικές τσέπες του μπουφάν και πήγε να πάρει το τζιπ. Τον περίμεναν. Γύρισε το κλειδί στη μηχανή. Χαμογελούσε. Κοιτάχτηκε στο καθρεπτάκι, πριν βάλει όπισθεν. Είχε γένια τριών ημερών -έτσι ήταν πάντα, άλλωστε. Τα μάτια του ήταν κόκκινα -αλλά και πότε δεν ήταν; Χαμογελούσε. Το παρατήρησε και πάλι. Ναι, αυτό σίγουρα του συνέβαινε για πρώτη φορά εδώ και καιρό. Ίσως από την τελευταία φορά που είχε μιλήσει με τον Κωνσταντίνο. Πάτησε γκάζι. Βγήκε, μαλακά, στο δρόμο. Συμπλέκτης, πρώτη, γκάζι, φύγαμε... Ψαχούλεψε τις εσωτερικές του τσέπες. Του φάνηκε πως δεν είχε τίποτα μέσα... Πανικοβλήθηκε. Έχασε το χαμόγελό του. Γύρισε να κοιτάξει. Λάθος... Δεν έπρεπε να το κάνει αυτό. Ακούστηκε σα γδούπος. Ένας πνιχτός θόρυβος κι ύστερα, σα να έσερνε κάτι με το αυτοκίνητο. Ώσπου να καταλάβει τι γινόταν, έκανε αρκετά μέτρα. Πάτησε φρένο απότομα. Το αυτοκίνητο σταμάτησε, με έναν θόρυβο. Κοιτούσε ίσι...